Yves Salesse, « Μια άλλη Ευρώπη »

par Panos

e03b76c4-d4fb-41d2-a84b-ee1cfb22bf84

Yves Salesse, « Μια άλλη Ευρώπη », στο Σταύρος Τομπάζος, Ευρώπη. Ποια Ευρώπη; Κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και εναλλακτικές πολιτικές, Πολύτροπον, 2008 (fr-gr)

(Yves Salesse, « Une autre Europe »)

ISBN 976-960-8354-81-4, Σελίδες 209-246 

*

Στις Προτάσεις για μια άλλη Ευρώπη (εκδ. Félin, 1997) κατέθεσα κάποιες αναλύσεις για ζητήματα που άπτονται της συγκρότησης της Ευρώπης, της δυνατότητας ενός ευρωπαϊκού λαού να αναλάβει το ρόλο πολιτικού υποκειμένου, των σχέσεων ανάμεσα στα υφιστάμενα κράτη και την διαδικασία ευρωπαϊκής συγκρότησης, της ανάγκης για μια ευρωπαϊκή συγκρότηση με πολιτικό όραμα τον κοινωνικό μετασχηματισμό, των λόγων που κάνουν την σημερινή Ε.Ε. να μην ανταποκρίνεται στις ανάγκες μας. Εδώ, όπως μου ζητήθηκε, επικεντρώνομαι σε εναλλακτικές προτάσεις, πρώτα επί του περιεχομένου, ακολούθως επί των θεσμών.

A. Ρήξη με το φιλελεύθερο μοντέλο

Η Ευρώπη είναι σε θέση να υπερασπιστεί ένα διαφορετικό κοινωνικό μοντέλο και μια άλλη αντίληψη για τις σχέσεις ανάμεσα σε οικονομία και ανάγκες, ανάμεσα σε Βορρά και Νότο, που δεν θεμελιώνονται ούτε στην πρωτοκαθεδρία των αγορών, των πολυεθνικών και του κέρδους ούτε στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο.

Η πρώτη απόφαση της Ευρώπης που θέλουμε θα είναι η εγγραφή της Αλληλεγγύης και της Ισότητας ανδρών και γυναικών μεταξύ των θεμελιωδών ευρωπαϊκών αξιών. Πρόκειται για μια διακήρυξη που εκφράζεται επανειλημένα στα Ευρωπαϊκά Κοινωνικά Φόρουμ και αποτελεί απαίτηση των συνελεύσεων για τα δικαιώματα των γυναικών, για τα δικαιώματα των «χωρίς δικαιώματα». Εμείς δεν θα αρκεστούμε σε μια επίσημη διακήρυξη, η Αλληλεγγύη, η Ισότητα και, κατά συνέπεια, η κατάργηση των διακρίσεων δεν θα έχουν μια συμβολική μόνο αξία αλλά θα συνιστούν μια σταθερή παράμετρο των ευρωπαϊκών πολιτικών και θα παίρνουν σάρκα και οστά μέσα και χάρη σε αυτές.

Η πρώτη διάσταση της Ισότητας, αυτής μεταξύ ανδρών και γυναικών, αντιτίθεται στις αναφορές σε μια χριστιανική κληρονομιά που ανέκαθεν υπηρέτησε την πατριαρχία και εναντιώθηκε στα δικαιώματα των γυναικών. Πλήθος προσανατολισμών και μέτρων που καταθέτουμε παρακάτω ενάντια στις φιλελεύθερες πολιτικές, για την προάσπιση του δημόσιου τομέα, για το δικαίωμα στην εργασία και ενάντια στην επισφαλή εργασία, ενάντια στην παρενόχληση στον χώρο δουλειάς, ενάντια στις μισθολογικές διακρίσεις, αφορούν κατά προτεραιότητα τις γυναίκες. Η δεύτερη ουσιαστική διάσταση της Ισότητας αφορά στα δικαιώματα των αλλοδαπών που δεν κατάγονται από ένα κράτος μέλος της Ένωσης, και συνίσταται στην αναγνώριση των πολιτειακών δικαιωμάτων όλων όσων διαμένουν στην ευρωπαϊκή επικράτεια.

Η δεύτερη απόφαση της Ευρώπης που οραματιζόμαστε θα είναι η κατάργηση της αρχής σεβασμού στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς και του απρόσκοπτου ανταγωνισμού. Και εννοούμε κατάργηση τόσο της Αρχής όσο και των επιμέρους εκφάνσεών της.

Ακολούθως, υπάρχουν τομείς στους οποίους η Ευρώπη καλείται να πραγματοποιήσει ότι δεν κατάφεραν τα επιμέρους κράτη, αλλά υπάρχουν και πολλοί άλλοι όπου καλείται και είναι σε θέση να δράσει ανεξάρτητα από αυτά.

Ι. Η κοινωνική Ευρώπη

Η ευρωπαϊκή συγκρότηση δεν μπορεί να τύχει λαϊκής νομιμότητας αν δεν θέσει ως στόχο της την βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης. Παρότι μια τέτοια δράση μπορεί σε μεγάλο βαθμό να ολοκληρωθεί σε εθνικό επίπεδο, κάποιες ευρωπαϊκές πολιτικές είναι αναγκαίες. Το πάγιο επιχείρημα ενάντια στην λήψη κοινωνικών μέτρων είναι ότι αυτά αντίκεινται στους όρους του διεθνούς ανταγωνισμού. Ένα τέτοιο  επιχείρημα μπορεί να αποδειχθεί έγκυρο όταν προβάλεται σε πολιτικές που εφαρμόζονται σε ένα και μόνο κράτος, όχι όμως και στην περίπτωση πολιτικών που εφαρμόζονται σε ευρωπαϊκή κλίμακα, εκεί δηλαδή όπου διεξάγεται και το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών.

Θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα

Η απόπειρα σύνταξης της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων παρέμεινε δέσμια των διαπραγματεύσεων με τις κυβερνήσεις. Μια χάρτα δικαιωμάτων, όμως, απαιτεί έναν διάλογο σε βάθος που να διεξάγεται σε κάθε κράτος, και δεν μπορεί να υπόκειται στις φιλελεύθερες αρχές που διέπουν τις ισχύουσες Συνθήκες. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι συλλογικότητες των ανέργων και των «χωρίς δικαιώματα» έχουν ήδη καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις. Μετά το Κοινωνικό Φόρουμ στην Φλωρεντία ένα ευρωπαϊκό συντονιστικό συνεχίζει να εργάζεται σε αυτήν την κατεύθυνση.

Δικαίωμα στην εργασία ! Δικαίωμα στην στέγη ! Δικαίωμα στην υγεία ! Δικαίωμα στην μόρφωση ! Εν ολίγοις, δικαίωμα στη ζωή. Η Χάρτα της Νίκαιας περιελάμβανε αρχικά αυτά τα δικαιώματα για να πυροδοτήσει όμως την άμεση και σκληρή αντίδραση της εργοδοσίας, της δεξιάς, του Τόνυ Μπλαίρ : «δεν μπορούμε να συμπεριλάβουμε θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία δεν μπορούμε να εγγυηθούμε» αποφάνθηκαν, και απέρριψαν τα δυο πρώτα. Τι παραδοχή ! Τι πραγματισμός ! Αλλά και τι απόδειξη του κοινωνικού επίδικου που αποτελούν αυτά τα δικαιώματα για την σημερινή κοινωνία. Μια κοινωνία όπου οι πιο πλούσιες χώρες του κόσμου αρνούνται να εγγυηθούν το δικαίωμα στην στέγη, το δεύτερο θεμελιώδες δικαίωμα μετά το δικαίωμα στην σίτιση, ενάμιση αιώνα μετά την καθιέρωση της δωρεάν και υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Διακηρύσσουμε λοιπόν την παράλογη αυτή απαίτηση : το δικαίωμα σε μια ευπρεπή διαβίωση για όλους. Απαιτούμε από την Ευρώπη να εγγυηθεί ένα τέτοιο δικαίωμα και να επιβάλλει την υποχρέωση σε κάθε κράτος μέλος να παρέχει ένα εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα και έναν ελάχιστο μισθό.

Κανένα από τα παραπάνω δικαιώματα δεν μπορεί να υπόκειται στον «σεβασμό των άρθρων και διατάξεων του εθνικού συντάγματος και νομικού πλαισίου». Αντιθέτως, πρέπει αυτά τα τελευταία να υπόκεινται στα θεμελιώδη δικαιώματα.

Η Χάρτα πρέπει στην συνέχεια να διατυπώνει μια γενική αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου : την αρχή της μη-υποχωρητικότητας. Σε πολλά θέματα, το ευρωπαϊκό δίκαιο πρέπει να λαμβάνει υπόψιν την διαφορετικότητα των εθνικών δικαίων. Αν μπορεί να συνιστά πρόοδο για λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, μπορεί να αποδεικνύεται υποδεέστερο όσων έχουν ήδη κατακτηθεί και προβλέπονται σε άλλες. Με την αρχή αυτή η Χάρτα θα εγγυάται ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν θα εκτοπίζει το αντίστοιχο εθνικό όταν το δεύτερο κρίνεται ευνοϊκότερο.

Μια απλή διακήρυξη δεν αρκεί για να προσδώσει νόημα στα θεμελιώδη δικαιώματα. Η εφαρμογή και ισχύς τους εξαρτάται από συγκεκριμένους νομικούς κανόνες και δημόσιες πολιτικές.

Ενάντια στην ανεργία και την επισφαλή εργασία

Πρόκειται αναμφίβολα για μια πολιτική άμεσης προτεραιότητας. Σε αυτό το πεδίο δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Πολλές προτάσεις έχουν ήδη τύχει επεξεργασίας, προτάσεις που βρίσκονται στον αντίποδα της περιστολής των κοινωνικών κεκτημένων και της ελαστικοποίησης.

I.1. Μια οικονομική πολιτική ευνοϊκή για την εργασία

Η Ευρώπη είναι σε θέση να αναλάβει τόσο τον σχεδιασμό όσο και την χρηματοδότηση μιας κοινοφελούς και συντονισμένης πολιτικής ανάπτυξης. Η Επιτροπή έχει ήδη επεξεργαστεί και καταθέσει προτάσεις υπό την διπλή πίεση τόσο των εργατικών κινητοποιήσεων όσο και των αναγκών για έναν περιφεριακό σχεδιασμό. Ήδη το 1992, στην Σύνοδο του Εδιμβούργου, συζητήθηκε μια πρώτη «ευρωπαϊκή πρωτοβουλία ανάπτυξης», της οποίας η χρηματοδότηση αντιπροσώπευε το 1% του κοινοτικού ΑΕΠ. Το 1993, η Επιτροπή εκπόνησε ένα πιο φιλόδοξο σχέδιο, με βασικούς άξονες την οικοδόμιση μεγάλων δια-ευρωπαϊκών δικτύων μεταφορών και ενέργειας και την προετοιμασία της «κοινωνίας της πληροφορίας». Το σχέδιο αυτό αντλούσε την χρηματοδότησή του από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, την ευρωπαϊκή τράπεζα επενδύσεων, την δανειοδότηση της Κοινότητας και την συμμετοχή των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Το 1993, επίσης, δυο κλασικοί οικονομολόγοι, οι Drèze και Malinvaux, παρουσίασαν μια αντίστοιχη πρόταση, πλούσια σε θέσεις εργασίας, η οποία περιελάμβανε εν μέρει τα δια-ευρωπαϊκά δίκτυα αλλά και την στέγαση, την αστική ανάπλαση και τις αστικές συγκοινωνίες. Το 2003, πάλι, η Επιτροπή κατέθεσε νέες προτάσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Οι προτάσεις λοιπόν δεν λείπουν, είναι συγκεκριμένες και περιλαμβάνουν εξίσου συγκεκριμένους τρόπους χρηματοδότησης και υλοποίησης. Παρόλαυτά, οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να κωφεύουν.

Μια ευρωπαϊκή πρωτοβουλία ανάπτυξης μπορεί και πρέπει να συμπληρώνεται από μια συντονισμένη δράση των κρατών. Είναι ιδιαίτερα επισφαλές για ένα και μόνο κράτος να εφαρμόσει μια οικονομική πολιτική ανάκαμψης στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς. Κινδυνεύει να πληρώσει ακριβά μια τέτοια επιλογή χωρίς να δρέψει τους επιδιωκόμενους καρπούς. Μόνο μια συντονισμένη δράση των ευρωπαϊκών κρατών μπορεί να αποσοβήσει έναν τέτοιο κίνδυνο. Μια τέτοια δράση θα πρέπει να εγγράφεται στους γενικούς προσανατολισμούς μιας κοινής οικονομικής πολιτικής και να υιοθετείται σε ευρωπαϊκή κλίμακα ώστε να αντιμετωπιστούν πάσης φύσεως «λαθραίοι περαστικοί» που προσπαθούν να καρπωθούν τα προνόμια χωρίς όμως να συμμερίζονται τις υποχρεώσεις και να συμβάλλουν στην κοινή προσπάθεια. Ελλείψει μιας συλλογικής απόφασης, μια τέτοια δράση μπορεί να αναλειφθεί τουλάχιστον από μια ομάδα οικονομικά ισχυρών κρατών. Το 1998, η γερμανική κυβέρνηση κάλεσε τις υπόλοιπες κυβερνήσεις να αναλάβουν μια συντονισμένη προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης. Η Ιταλία ήταν σύμφωνη και πρότεινε, με τη σειρά της, να παρακαμφούν τα κριτήρια σταθερότητας και να παγώσουν οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Η κυβέρνηση του Ζοσπέν, πάλι, φρόντισε να ενταφιάσει την εν λόγω πρόταση εν τη γεννέσει της.

Η ανάπτυξη δεν μπορεί να αποτελεί αυτοσκοπό. Η ανάπτυξη που εμείς προτείνουμε προκρίνει δραστηριότητες με αναγνωρισμένο κοινωνικό όφελος. Και ενώ οι ανάγκες μεγαλώνουν, δεν είναι δύσκολο να συμπληρωθούν οι ήδη κατατεθημένες προτάσεις για τους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης, της προστασίας του περιβάλλοντος, της έρευνας, της ανάπτυξης.

Ο αγώνας ενάντια στην ανεργία, χωρίς να εξαντλείται, περνά και μέσα από τον αγώνα για την προάσπιση των δημόσιων υπηρεσιών που σήμερα πλήττονται σκληρά : τόσο η υπαγωγή τους στον παγκόσμιο ανταγωνισμό όσο και οι ιδιωτικοποιήσεις που αποφασίζονται σε εθνικό επίπεδο βρίσκουν μια πάγια μετάφραση, την μαζική μείωση των θέσεων εργασίας.

I.2. Μέτρα εργατικού δικαίου

Το πρώτο συνίσταται στην μείωση του χρόνου εργασίας. Δεν μπορούμε να αναμένουμε την εξάλειψη της ανεργίας μόνο από την ανάπτυξη. Η μείωση του χρόνου εργασίας συνιστά μια εναλλακτική λύση. Όπως και στην περίπτωση της ανάκαμψης της οικονομίας, το κράτος που αποφασίζει μόνο του μια ουσιαστική μείωση του χρόνου εργασίας καταλήγει έρμαιο του διεθνούς ανταγωνισμού. Το γαλλικό εγχείρημα, παρά τις ανεπάρκειές του, δείχνει ότι η μείωση του χρόνου εργασίας μπορεί να αποδειχθεί μια αποτελεσματική λύση για την αύξηση των θέσεων εργασίας. Μια μείωση του χρόνου εργασίας σε ευρωπαϊκή κλίμακα θα είχε αναμφίβολα πολύ καλύτερα αποτελέσματα.

Θα ήταν νοσηρό και ολέθριο η πλήρης απασχόληση να έχει ως τίμημα την ενίσχυση της επισφαλούς εργασίας και την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας. Παρόλαυτά, κάθε χώρα αποδεικνύεται ιδιαίτερα επινοητική σε ότι αφορά την υιοθέτηση και εφαρμογή συμβάσεων εργασίας που απαλάσσουν τους εργοδότες από την υπογραφή συμβάσεων αορίστου χρόνου. Η επιβαλλόμενη μερική απασχόληση εξαπλώνεται ολοένα και περισσότερο. Πρώτα της θύματα οι γυναίκες. Για την αποφυγή τέτοιων παρεκλίσεων, η δράση σε εθνικό επίπεδο πρέπει να συμπληρωθεί από ένα αυστηρό ευρωπαϊκό πλαίσιο το οποίο θα επιτρέπει μόνο κατ’εξαίρεση την υπογραφή συμβάσεων ορισμένου ή μερικού χρόνου. Εν αρχή, η Οδηγία του 1999 που αφορά αποκλειστικά τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου θα μπορούσε να επεκταθεί στις υπόλοιπες μορφές επισφαλούς εργασίας, όπως η εποχιακή εργασία, και να συμπληρωθεί και βελτιωθεί σε αυτή την κατεύθυνση.

Είναι τέλος αναγκαίο να συμπεριλάβουμε στην αντίστοιχη οδηγία τον έλεγχο των συλλογικών απολύσεων. Εφαρμόζοντας την αρχή της επικουρικότητας, κάθε κράτος θα είναι ελεύθερο να επιλέξει τη μορφή ελέγχου που θα εφαρμόσει (διοικητικό, συνδικαλιστικό ή νομικό έλεγχο), αλλά και θα υποχρεώνεται από το ευρωπαϊκό πλαίσιο να διαθέτει μια από αυτές.

Η επίθεση που σήμερα μαίνεται ενάντια στο κοινωνικό δίκαιο εισάγει την δεύτερη μείζονος σημασίας θεματική στις προτάσεις μας για μια άλλη Ευρώπη.

ΙΙ. Ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό δίκαιο

Το ευρωπαϊκό κοινωνικό δίκαιο δεν προορίζεται να αντικαταστήσει τα αντίστοιχα εθνικά. Οι ιστορικές και οικονομικές διαφορές που χαρακτηρίζουν τα σημερινά κράτη θα καθιστούσαν μάταιη ή παρακινδυνευμένη την απόπειρα επιβολής μιας ομοιόμορφης νομοθεσίας. Το ευρωπαϊκό δίκαιο καλλείται να επιτελέσει τρείς λειτουργίες : την εναρμόνιση των υπαρχόντων εθνικών νομοθεσιών προς τα πάνω, την εναρμόνιση από τα πάνω, και την γενική βελτίωση των κοινωνικών εγγυήσεων. Αναγκαία όμως προϋπόθεση για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου είναι η διεύρυνση των ευρωπαϊκών αρμοδιοτήτων σε ότι αφορά τις κοινωνικές πολιτικές.

II.1. Εναρμόνιση προς τα πάνω.

Η εναρμόνιση δεν μπορεί να επιτευχθεί εξ αρχής στο επιθυμητό επίπεδο αλλά πρέπει να κατακτηθεί σταδιακά. Το πρώτο στάδιο είναι η υιοθέτηση από κάθε κράτος ενός κατώτερου μισθού. Το δεύτερο είναι ο καθορισμός του μισθού αυτού. Ο κατώτερος μισθός δεν μπορεί να είναι παντού ο ίδιος. Οι τρόποι καθορισμού του πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις διαφορές των κρατών : οι ευρωπορείες ενάντια στην ανεργία διεκδικούν έναν ελάχιστο μισθό που θα καθορίζεται ως ποσοστό του κατά κεφαλή ΑΕΠ.

II.2. Εναρμόνιση από τα πάνω.

Σε άλλους τομείς η εναρμόνιση πρέπει να επιβληθεί κατευθείαν από τα πάνω. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η πάταξη της παρενόχλησης, η προστασία των νέων στην εργασία, η διατήρηση των συμβάσεων εργασίας σε περίπτωση που μια επιχείρηση αλλάζει χέρια. Για τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν κάποιες εθνικές νομοθεσίες και ρυθμίσεις που θα μπορούσαν εν τάχει να επεκταθούν και εφαρμοστούν στο σύνολο των κρατών μελών. Χρειάζεται επίσης να δωθεί ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα των μεταθέσεων των εργαζομένων στο εξωτερικό. Παρά την αρχή εφαρμογής του εθνικού μισθολογίου για τους εργαζόμενους που μετατίθενται πρόσκαιρα σε μια άλλη χώρα, πολλές επιχειρήσεις καλούν εργαζόμενους με καταγωγή από χώρες με ιδιαίτερα χαμηλούς μισθούς προσλαμβάνοντάς τους με τις συμβάσεις εργασίας των χωρών καταγωγής τους. Είναι επείγον να υιοθετηθούν μέτρα που θα διασφαλίζουν την εφαρμογή των κοινωνικών κανόνων της χώρας άσκησης της εργασίας όταν αυτοί κρίνονται ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους. Ένας ευρωπαϊκός κανόνας θα πρέπει να υποχρεώνει όλα τα κράτη μέλη να διαθέτουν μια Επιθεώρηση Εργασίας και να καθορίσουν το πεδίο αρμοδιοτήτων της.

II.3. Νέες εγγυήσεις.

Σε άλλους τομείς η Ευρώπη καλλείται να βελτιώσει το κοινωνικό δίκαιο στο σύνολο της επικράτειάς της. Να εγγυηθεί την μείωση του χρόνου εργασίας, τον έλεγχο των απολύσεων και τις ασφαλιστικές δικλείδες που πρέπει να συνοδεύουν τις διαδικασίες απόλυσης, την αποζημίωση των ανέργων, τον αγώνα ενάντια στην επισφαλή εργασία, την ισότητα ανδρών και γυναικών, την ισότητα ντόπιων και αλλοδαπών εργαζομένων ανεξάρτητα από το άν η χώρα καταγωγής τους αποτελεί κράτος μέλος της Ένωσης.

Η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών αποτελεί μια δεδηλωμένη αρχή χωρίς πραγματική ισχύ. Τα κοινωνικά μέτρα δεν αρκούν για να την διασφαλίσουν αλλά μπορούν να βελτιώσουν σε καίρια σημεία την κατάσταση των γυναικών. Πρώτες σε απολύσεις, πρώτα θύματα παρενόχλησης και εξαναγκαστικής μερικής απασχόλησης, οι γυναίκες αποτελούν την πλειοψηφία των φτωχών εργαζομένων. Τα μέτρα που διατυπώσαμε παραπάνω τις αφορούν κατά προτεραιότητα. Επιπλέον, η Ευρώπη καλλείται να προσδώσει πραγματική ισχύ στη μισθολογική ισότητα. Πρόκειται για ένα μέτρο που αν και περιλαμβάνεται στις αρχικές διακηρύξεις της παραμένει ακόμα ανεφάρμοστο. Σήμερα δεν διαθέτουμε επαρκή εργαλεία στάθμισης της μισθολογικής ανισότητας. Το γεγονός ότι κάποια επαγγέλματα επικαθορίζονται έντονα από το φύλο δυσχεραίνει την σύγκριση και διευκολύνει μια τεχνητή διάκριση των θέσεων εργασίας. Η Ευρώπη θα έπρεπε να υιοθετήσει το εγχείρημα που εφαρμόζεται στον Καναδά και συνίσταται στην καθιέρωση ενός πίνακα αντιστοιχήσεων ανάμεσα σε διαφορετικές θέσεις και τύπους εργασίας σε συνάρτηση με κριτήρια όπως τα απαιτούμενα προσόντα, ο απαιτούμενος μόχθος, ο βαθμός ευθύνης, κλπ. Τέτοιες αντιστοιχήσεις εισφέρουν μια βάση δεδομένων η οποία αφενός επιτρέπει την σύγκριση των αμοιβών, αφετέρου μπορει να μετατραπεί σε έναν μοχλό πίεσης για την επίτευξη της μισθολογικής ισότητας.

II.4. Διεύρυνση των ευρωπαϊκών αρμοδιοτήτων.

Πρέπει να αρθεί άμεσα το εμπόδιο της λήψης αποφάσεων κατά ομοφωνία που επιβάλλεται από την Συνθήκη σε ότι αφορά τα δικαιώματα των εργαζομένων και να διευρυνθούν οι ευρωπαϊκές αρμοδιότητες.

Τέλος, η Ευρώπη πρέπει να ενσωματώσει το σύνολο των υπαρχόντων διεθνών Συνθηκών που άπτονται του κοινωνικού. Το οικονομικό και κοινωνικό Συμβούλιο έχει ήδη προβεί στην καταγραφή τους.

III. Η Ευρώπη της αειφόρου ανάπτυξης

Πρόκειται για μια έκφραση «της μόδας» που χρησιμοποιείται με ασαφή και διαστρεβλωμένη σημασία. Ωστόσο, ακόμα κι αν οι επιχειρήσεις την καταχρώνται μεταβάλλοντάς την σε εμπορικό επιχείρημα, παραπέμπει στην ανεύθυνη διαχείριση του πλανήτη και καταδεικνύει πως κάτι τέτοιο έχει μετατραπεί σε μια ανησυχία που όλοι συμμερίζονται. Είναι ανάγκη να αμφισβητήσουμε το ισχύον οικονομικό-κοινωνικό σύστημα που θεμελιώνεται στο κέρδος, τις σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, σε μια ακρωτηριασμένη δημοκρατία. Τίποτα δεν μας υποχρεώνει να συνεχίσουμε να παράγουμε τη ίδια πράγματα με τον ίδιο τρόπο. Η οικονομική δραστηριότητα πρέπει να στραφεί στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Αυτές δεν περιορίζονται σε έναν κατάλογο αγαθών και υπηρεσιών. Αναπόσπαστο μέρος τους αποτελούν η χρησιμότητα ή ωφέλεια του προϊόντος, οι συνέπειες της παραγωγής στο περιβάλλον, οι συνθήκες εργασίας, η ποιότητα ζωής έξω από τον χώρο εργασίας, η ικανότητα να ζούμε μαζί. Μένει να επινοήσουμε έναν νέο τρόπο ανάπτυξης, στις οικονομικές και ανθρώπινες διαστάσεις του. Και σε αυτό το πεδίο δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Αυτό που μπορεί να γίνει συγκεκριμένα και άμεσα σε ευρωπαϊκό επίπεδο διαφαίνεται καθαρά.

Προάσπιση και διεύρυνση των δημόσιων υπηρεσιών

Οι δημόσιες υπηρεσίες βάλλονται συστηματικά. Η επίθεση εναντίον τους δρομολογείται κατ’αρχήν σε ευρωπαϊκό επίπεδο με το άνοιγμά τους στον διεθνή ανταγωνισμό, συμπληρώνεται από τις τις ιδιωτικοποιήσεις που συντελλούνται σε εθνικό επίπεδο, ενώ περνά και προετοιμάζεται από την σταδιακή τους υποβάθμιση. Η υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών αποτελεί το πρώτο βήμα για την αποσάρθρωσή τους και προετοιμάζει τα δυο άλλα. Η στρατηγική υποβάθμισης δεν είναι τυχαία. Ξέρουμε καλά πόσο προσδεδεμένοι είναι οι πληθυσμοί στις δημόσιες υπηρεσίες που εκπληρώνουν την κοινωνική τους αποστολή και πόσο αποτελεσματικοί είναι οι αγώνες προάσπισής τους. Η επίθεση που μαίνεται έχει πρώτο στόχο την διάρρηξη αυτών των δεσμών. Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια ξεκινά από τις δυσλειτουργίες των δημόσιων υπηρεσιών για να περάσει στο απλοϊκό και εύκολο συμπέρασμα : «βλέπετε ; δεν δουλεύει, πρέπει να περάσουμε σε κάτι άλλο».

Η επίθεση ενάντια στις δημόσιες υπηρεσίες δεν εφορμάται μόνο από έναν κοντόφθαλμο δογματισμό που επιμένει ενάντια σε όλους τους απολογισμούς να διακηρύττει την υπεροχή του ανταγωνισμού και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Έχει ένα υλικό υπόβαθρο : τις πιέσεις του κεφαλαίου. Αναζητώντας νέα πεδία εκμετάλλευσης, το κεφάλαιο κατακτά τομείς που στο παρελθόν του διέφευγαν και επιχειρεί να εξάγει από αυτούς το άμεσο κέρδος. Η επεκτατικές του βλέψεις στρέφονται σήμερα στους θεμέλιους λίθους του Κράτους Πρόνοιας που οικοδομήθηκε μέσα από αγώνες ενός αιώνα. Οι συντάξεις και η κοινωνική ασφάλεια αποτελούν ένα εξαιρετικά πρόσφορο και κερδοφόρο έδαφος. Οι μεγάλες δημόσιες υπηρεσίες επίσης, με την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί η αποσάρθρωσή τους. Η επίθεση αυτή διεξάγεται και ιδεολογικά : επιχειρεί να εμποτίσει τις συνειδήσεις με την ιδέα ότι η κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργήσει στην βάση άλλων λογικών από αυτή του κέρδους. Στην διατύπωση «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» απαντά ότι δεν πρόκειται παρά για ένα όνειρο, μια χίμαιρα. Οι εναλλακτικές όμως προτάσεις που καταθέτουμε είναι συγκεκριμένες, έχουν δοκιμαστεί και αποτελούν κοινό αίτημα και κτήμα. Οι πολέμιοι των δημόσιων υπηρεσιών επιχειρούν να ξεριζώσουν αυτήν την εμπειρία από την λαϊκή συνείδηση, να ρίξουν στην λήθη το γεγονός ότι στα ίδια τα πλαίσια του καπιταλισμού χρειάστηκε η δημιουργία δημόσιων υπηρεσιών για να αρχίσουν να καλύπτονται οι βασικές ανάγκες. Σε ότι αφορά στην εκπαίδευση, την υγεία, τις μεταφορές, την ενέργεια, το νερό, την κατοικία, η αγορά αποδείχθηκε ανίκανη να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις. Και είναι βέβαιο πως παραμένει. Όπως στην περίπτωση των συντάξεων και του ασφαλιστικού, ο αγώνας για τις δημόσιες υπηρεσίες βρίσκει αντιμέτωπες δυο αντιλήψεις για την κοινωνία. Στην λογική του κέρδους αντιτάσσουμε τις ανάγκες. Στην εμπορευματοποίηση του κόσμου τα κοινά αγαθά. Στον γενικευμένο ανταγωνισμό την αλληλεγγύη. Στην όξυνση των αντιθέσεων την ισότητα.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει έλθει η ώρα να προβούμε σε έναν συνεπή απολογισμό και να πάρουμε κάποιες άμεσες αποφάσεις που θα προαναγγέλλουν ακόμα πιο φιλόδοξα μέτρα.

III.1. Σύσταση ενός ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου και καθιέρωση ενός μορατόριουμ στην απελευθέρωση των αγορών.

Αν εξετάσουμε την φιλελεύθερη πολιτική στην διάρκειά της και προβούμε σε έναν απολογισμό, αντιλαμβανόμαστε εύκολα πως ο φιλελεύθερος μύθος διαψεύστηκε παντού. Η απελευθέρωση της αγοράς και οι ακόλουθες ιδιωτικοποιήσεις στους τομείς των σιδηροδρόμων, του ηλεκτρισμού, του νερού, των μεταφορών, των τηλεπικοινωνιών δεν συνοδεύτηκαν ούτε από βελτίωση των υπηρεσιών, ούτε από μείωση των τιμών, ούτε από οικονομίες στον προϋπολογισμό. Ο βασικός λόγος είναι ότι στόχος των ιδιωτικών επιχειρήσεων παραμένει το κέρδος και όχι η κοινωνική εξυπηρέτηση. Ένας ακόμα λόγος είναι ότι και ο ίδιος ο καπιταλισμός δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με τον ανταγωνισμό. Ο ανταγωνισμός της ελεύθερης αγοράς οδηγεί ταχύτατα στον συγκεντρωτισμό, σε συγχωνεύσεις, στην ανασυγκρότηση ακόμα πιο ισχυρών ιδιωτικών μονοπολίων ή ολιγοπολίων. Απέναντι σε αυτά, το άλλοθι ότι κάποιες ρυθμιστικές διατάξεις μπορούν να εγγυηθούν τον σεβασμό στον ρόλο των δημοσίων υπηρεσιών καταρρέει. Οι ρυθμιστικές διατάξεις είναι ανεπαρκείς να ελέγξουν και να παραλλάξουν στην διάρκεια τις πολιτικές των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Πρόκειται εξάλλου για πολιτικές τις οποίες δεν μπορούν πλέον να ελέγξουν ούτε οι ίδιοι οι μέτοχοι αυτών των επιχειρήσεων.

Ένας τέτοιος απολογισμός δεν εμποδίζει την Επιτροπή, τις κυβερνήσεις, ακόμα και κάποιες δυνάμεις της αριστεράς, να αναγνωρίσουν αρετές στην φιλελεύθερη πολιτική. Προτείνουμε την σύσταση ενός ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου που με την βοήθεια και την συνεργασία αντίστοιχων εθνικών και περιφερειακών δομών θα είναι σε θέση να προχωρήσει σε έναν πλήρη απολογισμό. Ένα τέτοιο Παρατηρητήριο δεν θα μπορούσε βέβαια να συσταθεί υπό την αιγίδα της Επιτροπής. Τα αποτελέσματα των εργασιών του θα πρέπει να τεθούν υπό συζήτηση στο σύνολο των εθνικών κοινοβουλίων όπως και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μέχρι το πέρας των απαιτούμενων συζητήσεων θα πρέπει να αρθεί κάθε σχέδιο και διαδικασία απελευθέρωσης της αγοράς.

III.2. Παύση του αθέμιτου ανταγωνισμού ενάντια στις δημόσιες υπηρεσίες.

Ο υγιής ανταγωνισμός, τον οποίο το κοινοτικό θεσμικό πλαίσιο περιβάλλει συνήθως με περισσή φροντίδα, αποδεικνύεται μονόδρομος. Το παράδειγμα των επίγειων μεταφορών είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό. Οι οδικές μεταφορές, βασικός ανταγωνιστής του σιδηροδρόμου, χαίρουν προνομίων που παρεκλίνουν με σαφήνεια του υγιούς ανταγωνισμού : χαλαρή κοινωνική νομοθεσία και ανεπαρκείς κανόνες ασφαλείας που παραμένουν ουσιαστικά ανεφάρμοστοι εξαιτίας του πλήθους των επιχειρήσεων και του ελλειπούς ελέγχου τους. Η ισονομία στην εφαρμογή των όρων του ανταγωνισμού αποτελεί ένα βασικό βήμα στο οποίο η Ευρώπη δεν θέλησε πότε να προβεί.

III.3. Αναβάθμιση της θέσης των δημόσιων υπηρεσιών στο θεμελιώδες δίκαιο της Ένωσης.

Το πρώτο μέτρο συνίσταται στην αποδέσμευση των δημόσιων υπηρεσιών από τους νόμους του ανταγωνισμού. Στο ισχύον ευρωπαϊκό δίκαιο, ο δημόσιος τομέας τείνει να προσλάβει τον χαρακτήρα εξαίρεσης με περιορισμένη ισχύ και σημασία σε έναν κανόνα που βρίσκει τον θεμέλιο λίθο του στον ανταγωνισμό. Η εκπλήρωση όμως του κοινωνικού ρόλου των δημόσιων υπηρεσιών προϋποθέτει μια θέση τουλάχιστον εφάμιλλη με αυτήν που απονέμεται στον ανταγωνισμό. Η αναβάθμιση του θεσμικού χαρακτήρα του δημόσιου τομέα και η απελευθέρωσή του από τους όρους του ανταγωνισμού μπορούν να αποτυπωθούν με συγκεκριμένο τρόπο στις εξής ρυθμίσεις : οι δημόσιες υπηρεσίες είναι ελεύθερες να τυγχάνουν άμεσων ή έμμεσων δημόσιων δαπανών που θα κατανέμονται σε συνάρτηση με τους αντικειμενικούς τους στόχους. Οι κοινοπραξίες μεταξύ επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα θεωρούνται νόμιμες και θεμιτές στο μέτρο που στοχεύουν στην βελτίωση των υπηρεσιών και στην μείωση του κόστους τους. Ο προσανατολισμός που προτείνουμε περνά μέσα από την ενθάρρυνση τόσο των δημόσιων χρηματοδοτήσεων σε εθνικό και τοπικό επίπεδο όσο και της συνεργασίας ανάμεσα στις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

III.4. Σεβασμός στην αρχή της επικουρικότητας.

Η Ευρώπη δεν πρέπει να αναλαμβάνει παρά δράσεις που αδυνατούν να αναλάβουν τα επιμέρους κράτη. Πρόκειται για μια αρχή που μολονότι συμπεριλαμβάνεται σε διαδοχικές Συνθήκες παραμένει ουσιαστικά ανεφάρμοστη. Η Ευρώπη αποδείχθηκε ανίκανη να την εφαρμόσει σε ότι αφορά για παράδειγμα τη συγκρότηση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού δικτύου σιδηροδρόμων. Αυτό δεν την εμποδίζει την ίδια στιγμή να παρεμβαίνει στην οργάνωση των τοπικών και επαρχιακών μεταφορών, τομείς στους οποίους μέχρι στιγμής δεν έχει εισφέρει απολύτως τίποτα : η αρχή της επικουρικότητας υποσκελίζεται από τους νόμους του ανταγωνισμού που εξαπλώνονται μέχρι το επίπεδο των τοπικών μεταφορών. Στο κεφάλαιο που αφορά στους θεσμούς προτείνουμε έναν μηχανισμό ικανό να εγγυάται την εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας.

Στην ουσία, κάθε κράτος θα διατηρεί το δικαίωμα να επιλέγει τις δραστηριότητες στις οποίες επιθυμεί να προσδώσει τον χαρακτήρα δημόσιας υπηρεσίας και να επιφορτίζεται με την οργάνωση και διαχείρισή τους. Μια τέτοια πρόταση θα αντίκειται στις στρατηγικές διεθνούς επέκτασης των δημόσιων υπηρεσιών που είδαμε να αναπτύσσονται κατά τα τελευταία χρόνια (France Télécom, EDF…). Ας σημειώσουμε ωστόσο ότι αυτή η στρατηγική ήγειρε ήδη αντιδράσεις που συμπκνώνονται στο ότι είναι απαράδεκτο οι δημόσιοι πόροι ενός κράτους να χρησιμοποιούνται για την αγορά δημόσιων επιχειρήσεων ενός άλλου κράτους. Κατά παράδοξο τρόπο είδαμε έτσι τις κυβερνήσεις που προβαίνουν σε ιδιωτικοποιήσεις με το πρόσχημα ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις κοστίζουν ακριβά, δεν έχουν τα μέσα να επενδύσουν ή παρέχουν κακές υπηρεσίες, να εκφράζουν την έντονη αποστροφή τους όταν μια επιχείρηση που χρησιμοποιεί δημόσιους πόρους ενός άλλου κράτους εισέρχεται και επενδύει στην εγχώρια αγορά τους. Θα περιμέναμε να δηλώσουν την ικανοποίησή τους για την προσέλκυση επενδύσεων… Το παράδοξο όμως ενισχύεται από το γεγονός ότι δεν προβάλλουν τις ίδιες ενστάσεις και αντιστάσεις όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει από ιδιωτικές πολυεθνικές εταιρίες ! Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια ιδιότυπη πρόσληψη του σεβασμού στην αρχή της επικουρικότητας. Υπάρχει παράλληλα ένα μέρος της αντίρρησης που παραμένει απρόσβλητο : ο έλεγχος ενός τομέα στρατηγικής σημασίας από μια επιχείρηση που ελέγχεται από άλλο κράτος είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί με επιθετικό τρόπο. Η Ευρώπη θα μπορούσε να υιοθετήσει κατά περίσταση κανόνες που να ρυθμίζουν την διεθνή επέκταση των επιχειρήσεων δημόσιου τομέα.

III.5. Συγκρότηση ευρωπαϊκών δημόσιων υπηρεσιών.

Υπάρχουν τομείς όπου μια ευρωπαϊκή οργάνωση του δημόσιου τομέα είναι απαραίτητη. Σε κάποιες περιπτώσεις, και σε τομείς όπως οι μεταφορές, τα ταχυδρομεία, οι τηλεπικοινωνίες, η ευρωπαϊκή παρέμβαση θα μπορούσε να έγκειται στην ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ εθνικών δημόσιων υπηρεσιών. Μέχρι σήμερα, και παρά τις πολιτικές πιέσεις, μια τέτοια συνεργασία αποδείχθηκε ανεπαρκής αν όχι αδύνατη εξαιτίας πολιτιστικών, οργανωτικών ή και στρατηγικών διαφορών που χαρακτηρίζουν τους εθνικούς δημόσιους οργανισμούς. Τέτοια προβλήματα αναδείχθηκαν ξεκάθαρα στην περίπτωση της συνεργασίας ανάμεσα στους γαλλικούς και τους ιταλικούς οργανισμούς σιδηροδρόμων. Σε άλλες περιπτώσεις, η ευρωπαϊκή παρέμβαση θα μπορούσε να πάρει εξ αρχής την μορφή ενός ενιαίου ευρωπαϊκού οργανισμού. Πρόκειται ακριβώς για τομείς νέων υπηρεσιών στους οποίους δεν ανταποκρίνονται ακόμα εθνικοί οργανισμοί. Ένα παράδειγμα είναι η πρωτοβουλία ανάληψης και διαχείρισης του δορυφορικού προγράμματος Galileo. Σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει επίσης η ανάγκη να καθοριστεί και διασφαλιστεί ο χαρακτήρας μιας ευρωπαϊκής δημόσιας περιουσίας. Σε κάθε περίπτωση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι σημερινές ανάγκες μπορούν να καλυφθούν μόνο από ευρωπαϊκές δημόσιες υπηρεσίες. Μια τέτοια προοπτική μπορεί να είναι και η μόνη απάντηση στην ισχύουσα στρατηγική που συνίσταται στην απελευθέρωση των αγορών σε έναν ανταγωνισμό ανάμεσα σε πολυεθνικές (αρχικά) εταιρίες ή σε δημόσιους οργανισμούς που τείνουν να λειτουργούν σαν πολυεθνικές.

III.6. Οι δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να εξαιρούνται από τις διεθνείς εμπορικές διαπραγματεύσεις όπως αυτές που επιβάλλονται από την Γενική Συμφωνία για το Εμπόριο των Υπηρεσιών.

Μια ευρωπαϊκή περιβαλλοντική πολιτική

Το περιβάλλον αποτελεί έναν από τους σπάνιους τομείς όπου η ευρωπαϊκή πολιτική επέδειξε αποφασιστικότητα έναντι των πιέσεων τόσο των ΗΠΑ όσο και των ευρωπαϊκών βιομηχανικών λόμπι. Οι διεθνείς δεσμεύσεις της Ευρώπης στον τομέα αυτό είναι κομβικής σημασίας : οφείλει να επικυρώσει τις δεσμεύσεις του Κυότο, να διατηρήσει το μορατόριουμ σε ότι αφορά τα γεννετικά μεταλλαγμένα προϊόντα όσο δεν επιβεβαιώνονται οι μη νοσηρές επιπτώσεις τους, να παράσχει βοήθεια στις χώρες του Νότου. Πρόκειται για δεσμεύσεις που δεν περιορίζονται μόνο στην βελτίωση των κανόνων προστασίας του περιβάλλοντος στην ευρωπαϊκή επικράτεια αλλά διατρέχουν και επιμέρους τομείς. Αντλώ για άλλη μια φορά ένα παράδειγμα από τον τομέα των μεταφορών : παρόλο που όλοι εμφανίζονται πρόθυμοι να αναγνωρίσουν την ανάγκη διεύρυνσης της χρήσης των λιγότερο ρυπογόνων μέσων μεταφοράς, και παρά τις διαδοχικές διακηρύξεις σε αυτή την κατεύθυνση, καμία ουσιαστική αλλαγή δεν έχει επέλθει. Η οδικές μεταφορές έχουν επικρατήσει κατά κράτος τόσο έναντι των σιδηροδρομικών όσο και έναντι των ακτοπλοϊκών μεταφορών. Θα ήταν άδικο να αποδώσουμε το σύνολο των ευθυνών γι αυτή την κατάσταση στην ευρωπαϊκή απόφαση για απελευθέρωση της αγοράς και μόνο : η πρόκριση των οδικών μεταφορών, η έλλειψη επενδύσεων στους σιδηροδρόμους, η άλογη ρυμοτομία και πολεοδομία έχουν ένα παρελθόν πολλών δεκαετιών. Η ευρωπαϊκή πολιτική δεν προκάλεσε αλλά επιδείνωσε μια ήδη προβληματική κατάσταση.

Η απελευθέρωση της αγοράς στον τομέα των μεταφορών δεν συνοδεύτηκε από καμία φορολογική και κοινωνική εναρμόνιση. Τη στιγμή που η παραγωγή γνώρισε μια σημαντική γεωγραφική έκρηξη και κατά συνέπεια η ζήτηση σε ότι αφορά τις μεταφορές γιγαντώθηκε, οι ευρωπαϊκές πολιτικές πρόκριναν ως μόνη λύση τις οδικές μεταφορές. Υπό αυτή την έννοια, μια ισορροπημένη πολιτική στον τομέα των μεταφορών περνά αναγκαστικά μέσα από μια ρήξη με τις φιλελεύθερες πολιτικές που ασκήθηκαν και σε αυτόν τον τομέα. Η προτεραιότητα βρίσκεται στην κατασκευή ενός ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού δικτύου ικανού να αναβαθμίσει και εκσυγχρονίσει τις απαρχαιωμένες υποδομές και τους κόμβους διασύνδεσης που σήμερα υπακούουν σε διαφορετικές τεχνολογικές νόρμες. Οι σιδηρόδρομοι όμως δεν είναι το μόνο μέσο μεταφορών που υπέστη ισχυρό πλήγμα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι θαλάσσιες μεταφορές δεν γνώρισαν καλύτερη τύχη. Η ακτοπλοϊα, παρότι αποτελεί μια σημαντική εναλλακτική πρόταση στις μεταφορές για μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής επικράτειας, δεν έτυχε της απαιτούμενης μελέτης και ενδιαφέροντος.

Είναι επιτακτική ανάγκη να μπεί ένα τέλος στην υπο-τιμολόγιση των οδικών μεταφορών. Τα πρώτα μέτρα θα μπορούσαν να αφορούν τις σχέσεις μεταξύ μεταφορέων και ναυλωτών. Οι τελευταίοι εκμεταλεύτηκαν στο έπακρο τον ασυγκράτητο ανταγωνισμό και την οδική υπερπροσφορά επιβάλλοντας τόσο απαράδεκτους όσο και επικίνδυνους εργασιακούς όρους. Είναι ωστόσο δυνατό να επιβληθούν ενιαίες συμβάσεις ή ακόμα κι ένας ενιαίος νομικός έλεγχος των ναυλωτών σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Μπορούμε για παράδειγμα να εστιάσουμε στο ζήτημα των δασμών κάνοντας τις οδικές μεταφορές να πληρώσουν το κόστος που επιβάλλουν στην κοινωνία σε ότι αφορά την επιβάρρυνση του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας. Μπορούμε ακόμα να παρέμβουμε στην τιμή των καυσίμων. Σε κάθε περίπτωση η από τα πάνω εναρμόνιση των κοινωνικών κανόνων και των κανόνων ασφαλείας συνιστούν έναν σημαντικό μοχλό στον τομέα των μεταφορών.

Είναι πιο δύσκολο αλλά όχι ανέφικτο να παρέμβουμε στην ίδια τη λογική ανάπτυξης των μεταφορικών αναγκών. Κάτι τέτοιο εισέρχεται στο πεδίο των πολεοδομικών πολιτικών και του αστικού και περιφερειακού σχεδιασμού. Βραχυπρόθεσμα, αν τα μέτρα που καταθέσαμε παραπάνω αποδειχθούν ελλειπή για μια ισορροπημένη διαχείρηση των μέσων μεταφοράς, θα μπορούσαν να εφαρμοστούν ακόμα πιο περιοριστικά μέτρα, όπως για παράδειγμα η κατανομή των τρόπων μεταφοράς εμπορευμάτων σε συνάρτηση με την απόσταση ή και η απαγόρευση των οδικών μεταφορών μεγάλων αποστάσεων στο μέτρο που άλλα μεταφορικά μέσα μπορούν να τις εξασφαλίσουν. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει βέβαια τον εκσυγχρονισμό των διακομιστικών κόμβων ώστε να επιτρέπεται η εύκολη μεταφορά ενός φορτίου από και σε διαφορετικά μεταφορικά μέσα. Πάνω στο εν λόγω ζήτημα διαθέτουμε πλήθος μελετών και προτάσεων. Η μή εφαρμογή τους δεν οφείλεται σε τεχνικές δυσκολίες αλλά στην αντίσταση που εγείρουν τα λόμπι τόσο των εταιριών οδικών μεταφορών όσο και των ναυλωτών, που έχουν κάθε συμφέρον να διατηρηθούν οι ισχύοντες όροι στο μέτρο που παρέχουν ελαστικότητα και χαμηλού κόστους μεταφορές. Είναι σαφές ότι μέχρι στιγμής αυτό που λείπει δεν είναι ο σχεδιασμός αλλά η απαιτούμενη πολιτική βούληση.

Αυτό το παράδειγμα δείχνει πως μια διαφορετική αντίληψη για την ανάπτυξη μπορεί να μετασχηματίσει την γενικότερη κοινωνική πολιτική. Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για την ενιαία αγροτική πολιτική. Η πολιτική εξαγωγών των βασικών προϊόντων κοστίζει ακριβά, επιταγχύνει τον συγκεντρωτισμό των αγροτικών επιχειρήσεων, ερημώνει τις επαρχίες του Νότου. Η Confédération paysanne και η Via Campesina έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου και κατέθεσαν εναλλακτικές προτάσεις. Η πολιτική που ασκείται σήμερα πλήττει την πλειοψηφία των αγροτών αναγκάζοντάς τους ή να αποδεχθούν ένα ελάχιστο εισόδημα ή να εξαφανιστούν.

Επισημάναμε την ανάγκη για έναν ευρωπαϊκό αστικό και περιφερειακό σχεδιασμό κάνοντας λόγο για αναβάθμιση των υποδομών. Σήμερα, η πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης απειλείται από την διεύρυνση. Το μόνο που μπορεί να την διασφαλίσει είναι νέες δομές ικανές να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες.

Δυναμικές δημόσιες πολιτικές

Σήμερα, η περιορισμένη δυνατότητα λήψης αποφάσεων στα πλαίσια των ευρωπαϊκών θεσμών, η επικράτηση των όρων του ανταγωνισμού, η ισχύς και οι πιέσεις των πολυεθνικών εταιριών καθιστούν την Ευρώπη ανίκανη να καθορίσει το μέλλον της. Παραδόξως, η Ένωση κατάφερε σταδιακά να απεμπολήσει όλα τα μέσα κοινωνικής παρέμβασης που διέθετε για να καταλήξει χωρίς πολιτική παρέμβασης στον προϋπολογισμό εξαιτίας του Συμφώνου σταθερότητας, χωρίς νομισματική πολιτική εξαιτίας της ανεξαρτησίας μιας κεντρικής τράπεζας που ασχολείται μόνο με τον πληθωρισμό, χωρίς δημοσιονομική πολιτική εξαιτίας της λήψης αποφάσεων κατά ομοφωνία, χωρίς βοήθεια προς τις επιχειρήσεις εξαιτίας των νόμων του ανταγωνισμού, χωρίς δασμούς επί των εισαγωγών εξαιτίας ενός φιλελεύθερου πιστεύω. Παρόλαυτά, κάποιοι συνεχίζουν να εκπλήσσονται με το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε δυσχερή θέση έναντι των ΗΠΑ και άλλων κρατών που συνεχίζουν να ασκούν παρεμβατικές πολιτικές. Συχνά μάλιστα είναι οι ίδιοι που προτείνουν σαν μόνη θεραπεία και έξοδο από την κρίση μια ακόμα πιο διευρημένη απελευθέρωση της αγοράς !

Αντί να επιτρέπουμε στην αγορά να επιβάλλει τις κατευθυντήριες γραμμές της πρέπει να ανασχέσουμε τέτοιου είδους προσανατολισμούς, να αναδείξουμε νέες προτάσεις, να προβούμε σε νέες επιλογές αλλά και να αποκτήσουμε τα απαραίτητα εργαλεία για την εφαρμογή τους. Πρόκειται για μια επιβεβλημένη φιλοδοξία αν θέλουμε να προσδώσουμε όλο το περιεχόμενο που αντιστοιχεί στην έννοια της δημοκρατίας. Θα περιοριστούμε εδώ στην παράθεση κάποιων τέτοιων προσανατολισμών αλλά και κάποιων άμεσων μέτρων που συμπληρώνουν τις προηγούμενες προτάσεις μας. Αφορούν σε οικονομικές, δημοσιονομικές, φορολογικές, χρηματιστικές, εμπορικές και βιομηχανικές πολιτικές.

Ο συντονισμός των κρατικών οικονομικών πολιτικών δεν συνιστά παρά έναν ευσεβή πόθο. Σήμερα, περιορίζεται σε μια μορφή διακρατικών συμφωνιών. Στα πλαίσια των ισχύοντων θεσμικών πλαισίων όμως ένας τέτοιος συντονισμός δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με το τίμημα μιας μεγαλύτερης αυτονομίας των υπουργών οικονομίας και των διοικήσεών τους. Όλοι συμφωνούν πως ένας τέτοιος συντονισμός είναι αναγκαίος. Προϋποθέτει όμως πρίν απ’όλα μια νομιμοποιημένη ευρωπαϊκή πολιτική εξουσία.

Παράλληλα με το θεσμοθετημένο πλέον κοινωνικό dumping, τα ευρωπαϊκά κράτη επιδίδονται και σε ένα φορολογικό dumping που μειώνει τα έσοδα του προϋπολογισμού και αποδυναμώνει τις ικανότητες μιας δραστικής δημόσιας πολιτικής. Μπορούμε βέβαια να αποπειραθούμε να πείσουμε τις κυβερνήσεις να θέσουν τέρμα σε έναν ανταγωνισμό που με όρους συνολικού και μακροπρόθεσμου απολογισμού αποδεικνύεται βλαβερός. Μια τέτοια προσπάθεια έχει ήδη γίνει χωρίς όμως να αποφέρει τα θεμιτά αποτελέσματα : οι κυβερνήσεις εμμένουν στην ίδια πολιτική. Σε κάποιους όμως τομείς, η Ευρώπη έχει ανάγκη από εναρμόνιση των περιοριστικών δημοσιονομικών πολιτικών, κάτι που προϋποθέτει μια ευρωπαϊκή πολιτική εξουσία η οποία θα υπερβαίνει τους κρατικούς ανταγωνισμούς.

Έχει επίσης ανάγκη από ενίσχυση του προϋπολογισμού της και από την κατάργηση του αυστηρού πλαισίου που το σύμφωνο σταθερότητας επιβάλλει στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Η πειθάρχιση των κρατών είναι βέβαια αναγκαία στα πλαίσια του ενιαίου νομίσματος και τα κοινοβουλευτικά όργανα της Ευρώπης μπορούν να καθορίσουν σταδιακά τους όρους της σε συνάρτηση πάντα με την γενικότερη οικονομική κατάσταση. Οι στόχοι και ο χαρακτήρας της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν στην κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας για όλους. Η σημερινή αυτονομία της ΚΕΤ ευνοεί μόνο πολιτικές που εστιάζουν και προωθούν νομισματικά κριτήρια. Διεκδικούμε το βασικό δικαίωμα να μπορεί να επανασυζητηθεί και να τροποποιηθεί ο χαρακτήρας και οι στόχοι της. Ένα τέτοιο δικαίωμα θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και επαφίεται στο ενιαίο ευρωπαϊκό δίκαιο. Θα πρέπει επίσης να αρθεί το ισχύον πλαίσιο που απαγορεύει στην ΚΕΤ να δανειοδοτεί θεσμικά όργανα και κράτη μέλη της Ένωσης.

Η Ευρώπη διαθέτει τα μέσα για να αποδεσμευτεί από την μέγγενη της παγκόσμιας αγοράς. Η επανοικειοποίηση μέσων ικανών να διασφαλίσουν την κυριαρχία της περνά από τον έλεγχο στην διακίνηση των κεφαλαίων. Το πρώτο δυνατό μέτρο σε αυτή την κατεύθυνση είναι η εφαρμογή του φόρου Tobin, μια διεκδίκηση που εισήγαγε κα εκλαϊκευσε η Attac. Ένα συμπληρωματικό μέτρο θα μπορούσε να είναι ο έλεγχος των άμεσων επενδύσεων του κεφαλαίου. Τέτοια μέτρα έχουν διπλή στόχευση : αφενός την προστασία των στρατηγικών τομέων, αφετέρου την επιβολή σεβασμού στα κριτήρια που αφορούν την ενδημική εργασία και την μεταβίβαση της τεχνολογίας. Πρόκειται για προσανατολισμούς που αναδεικνύουν με σαφήνεια την σημασία που μπορεί να πάρει η ευρωπαϊκή συγκρότηση. Αν ένα και μόνο κράτος προβεί στην υιοθέτησή τους θα μετατραπεί αυτόματα σε στόχο πολλαπλών και επαχθών κυρώσεων. Στην καλύτερη περίπτωση, οι ξένοι επενδυτές θα αποφύγουν να επενδύσουν στην αγορά του προτιμώντας άλλα κράτη της ενιαίας αγοράς. Τέτοιου είδους αντίποινα δεν μπορούν όμως να ασκηθούν σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Το κεφάλαιο που αναζητά νέες επενδύσεις δεν μπορεί επί μακρόν να αποφύγει την ευρωπαϊκή ζώνη.

Η Ευρώπη μπορεί επίσης να εφαρμόσει μια κοινή εμπορική πολιτική που δεν θα περιορίζεται στην διαπραγμάτευση της απελευθέρωσης της αγοράς.

Σήμερα, η βιομηχανική πολιτική περιορίζεται στον έλεγχο των συγχωνεύσεων και των αλλαγών ιδιοκτησιακού καθεστώτος στο όνομα του ανταγωνισμού. Η Ευρώπη πρέπει να ορίσει και στηρίξει τους τομείς στρατηγικής σημασίας. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται την ανάπτυξη της έρευνας, την παροχή δημόσιας βοήθειας σε επιχειρήσεις σε ευρωπαϊκή κλίμακα, την ενθάρρυνση του συντονισμού ανάμεσα σε προμηθευτή-παραγωγό-χρήστη, δηλαδή μέτρα που σήμερα παρακωλύονται αν δεν απαγορεύονται. Η Επιτροπή κατήγγειλε την ανεπάρκεια των προσπαθειών στον τομέα της έρευνας. Η ανεπάρκεια όμως αυτή οφείλεται στον ιδιωτικό τομέα στον οποίο είχε εναποθέσει όλες της τις ελπίδες. Η συγκεκριμένη περίπτωση προσφέρει ένα ακόμα παράδειγμα για τον κίνδυνο που διατρέχουμε όταν παραχωρούμε στην ιδιωτική πρωτοβουλία την εκπλήρωση θεμελιωδών αποστολών. Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με την παραγωγή. Η δημόσια οικειοποίηση της παραγωγής σε ευρωπαϊκή κλίμακα, την οποία προαναγγείλαμε ήδη κάνοντας λόγο για τις δημόσιες υπηρεσίες, θα πρέπει να δρομολογηθεί και σε τομείς στρατηγικού χαρακτήρα, όπως αυτός της αεροναυπηγικής, όπου οι ανάγκες και οι απαιτήσεις υπερβαίνουν τα εθνικά πλαίσια και δυνατότητες.

Η επιδίωξη της Ευρώπης να αποτελέσει ένα παράδειγμα για τις χώρες του Νότου περνά και μέσα από τους συσχετισμούς δυνάμεων που διαμορφώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο.

IV. Νέες σχέσεις με τον Νότο

Σήμερα, η Ευρώπη εξάγει την φιλελεύθερη λογική της στις χώρες του Νότου, παρέχει την βοήθειά της με τον όρο ότι θα απελευθερωθούν οι εγχώριες αγορές τους, προτείνει ως μόνη προοπτική την ένταξή τους σε μια παγκόσμια αγορά που τις θέλει υποτελείς, επιβάλλει εξωγενείς τρόπους ανάπτυξης. Πρέπει να έλθουμε σε ρήξη με έναν τέτοιο προσανατολισμό.

Βοήθεια της εγχώριας ανάπτυξης

Χρειάζεται, κατ’αρχήν, να καταργήσουμε το χρέος των φτωχών χωρών.

Το μέλλον των οικονομιών του Νότου δεν βρίσκεται στην ένταξή τους στην παγκόσμια αγορά. Η ανάπτυξή τους πρέπει πρίν απ’όλα να στοχεύει στην ικανοποίηση των ιδιαίτερων αναγκών τους. Μόνο οι ίδιες οι χώρες μπορούν να αποφασίσουν τις τεχνολογίες που θα εισάγουν, θα οικειοποιηθούν και θα εφαρμόσουν, διότι είναι οι μόνες που γνωρίζουν τις ίδιες τους τις ανάγκες. Μόνο σε ένα τέτοιο πλαίσιο η συνεργασία μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική και η οικονομική ενίσχυση μπορεί να αποδώσει καρπούς.

Ένα τρίτο άμεσο μέτρο είναι η αναγνώριση του δικαιώματος των χωρών αυτών να προστατεύουν το οικονομικό τους σύστημα. Πρόκειται για μια απαίτηση που κερδίζει εκ νέου έδαφος στους προοδευτικούς κύκλους των χωρών αυτών ακριβώς γιατί το τίμημα της συστηματικής απελευθέρωσης της οικονομίας έχει ήδη δείξει τις καταστροφικές του συνέπειες.

Διμερής ρύθμιση των κοινωνικών και οικολογικών ασφαλιστικών δικλείδων

Στα πλαίσια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου προβλέπεται πως οι πλούσιες χώρες μπορούν να επιβάλλουν κυρώσεις στις εξαγωγές που προέρχονται από χώρες του Νότου οι οποίες δεν σέβονται συγκεκριμένους κοινωνικούς όρους ή όρους προστασίας του περιβάλλοντος. Πρόκειται για ένα προοδευτικό προσωπείο που αποκρύπτει μια πολιτική οικονομικού προστατευτισμού.

Δεν υπάρχει λόγος να αρνηθούμε για λόγους αρχής κάθε πολιτική ευρωπαϊκού οικονομικού προστατευτισμού. Αντίθετα, η προάσπιση των κοινωνικών κεκτημένων ή των στρατηγικών τομέων και δραστηριοτήτων μπορεί και να οδηγεί αναπόδραστα σε μια τέτοια επιλογή. Την ίδια όμως στιγμή, οι πολιτικές οικονομικού προστατευτισμού δεν μπορούν να επιβάλλονται κατά προτεραιότητα στις υπό ανάπτυξη χώρες, κι αυτό παρά τον θόρυβο που ξεσήκωσαν οι μετακινήσεις επιχειρήσεων σε άλλες χώρες. Το 1994, το Γαλλικό Παρατηρητήριο Οικονομικής Σύγκλισης απέδιδε «μια αύξηση κατά 0,6 μονάδες των ποσοστών ανεργίας κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια στον ανταγωνισμό των υπό ανάπτυξη ασιατικών χωρών» συμπληρώνοντας όμως ότι «το ποσοστό αυτό είναι σχετικά χαμηλό αν το συγκρίνουμε με την πρόοδο κατά 8 μονάδες των ποσοστών ανεργίας κατά την ίδια περίοδο». Πρέπει να αναδείξουμε το γεγονός ότι οι υπό ανάπτυξη χώρες είναι αναγκαίο να προβαίνουν σε μια παραγωγή που ούτε θα επιβαρύνει το περιβάλλον ούτε θα υιοθετεί ειδεχθείς κοινωνικούς όρους και πρακτικές.

Αν αποδεχθούμε την χρησιμότητα τέτοιων δικλείδων, οι οποίες εγγράφονται εκ των πραγμάτων σε πολιτικές οικονομικού προστατευτισμού, έχουμε έναν ακόμα λόγο για να αποδεχθούμε πως παρόμοιες πολιτικές δεν μπορούν να απαγορεύονται στις ίδιες τις χώρες του Νότου. Γίνεται όμως σαφές ότι τέτοιου είδους ρήτρες δεν θα μπορούσαν να προέρχονται από τον ΠΟΕ, ο οποίος έχει αναλάβει την διάλυση των προστατευτικών ρυθμίσεων. Ακολούθως, πρέπει να δούμε ποιός είναι ο στόχος : οι εταιρίες ή οι χώρες ; Δεδομένου του ειδικού βάρους των πολυεθνικών εταιριών στην παγκόσμια αγορά, συμπεριλαμβανομένων κι αυτών που προέρχονται από τις υπό ανάπτυξη χώρες, ο έλεγχος της κοινωνικής και περιβαλλοντικής δράσης τους στο εσωτερικό αυτών των χωρών θα μπορούσε να αποτελέσει ήδη ένα προοδευτικό μέτρο. Σε ότι όμως αφορά τις ίδιες τις χώρες, πρέπει να ακολουθηθεί μια διαφορετική διαδικασία. Οι κυρώσεις δεν θα πρέπει να επιβάλλονται παρά κατ’εξαίρεση και να καθορίζονται στη βάση συζήτησης, συνενόησης και συνεργασίας με το σύνολο ή μέρη του πληθυσμού των χωρών αυτών. Οι σχέσεις μεταξύ των συνδικάτων μπορούν να βοηθήσουν σε αυτήν την κατεύθυνση. Στον τομέα της χημείας, για παράδειγμα, τα συνδικάτα παρενέβησαν σε αρκετές χώρες του Νότου ενάντια σε εταιρίες που χρησιμοποιούσαν ή παρήγαγαν προϊόντα που στην Γαλλία απαγορεύοναι ρητά ως επικίνδυνα. Η συμφωνία και σύμπραξη των συνδικάτων με τις προοδευτικές, οικολογικές ή άλλες κινήσεις των εν λόγω χωρών είναι όχι μόνο απαραίτητη αλλά και αναγκαία τόσο για την ανάληψη οποιασδήποτε διεθνούς δράσης όσο και για την επιβολή κυρώσεων. Μια κυβέρνηση, από μόνη της, δεν θα πρέπει να εγείρει την απειλή επιβολής κοινωνικών ή οικολογικών προστατευτικών ρυθμίσεων στις εξαγωγές των χωρών του Νότου παρά μόνο στην βάση ενός τέτοιου διαλόγου, χρησιμοποιώντας δηλαδή τις ρυθμίσεις αυτές ως δυνατό σημείο στήριξης εγχώριων ή τοπικών αγώνων.

Ενθάρρυνση των αναδυόμενων τοπικών οντοτήτων

Μια μελλοντική απάντηση στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση μπορεί να είναι η συγκρότηση τοπικών οντοτήτων οι οποίες θα στοχεύουν κατ’αρχήν στην ικανοποίηση των ιδιαίτερων αναγκών τους. Πρόκειται για μια αναγκαία συνθήκη ώστε οι χώρες του Νότου να μπορέσουν να εφαρμόσουν τα προγράμματα ανάπτυξης που τους αρμόζουν. Υπό αυτή την έννοια, η διεθνής συνεργασία καλλείται να στηρίξει έναν τέτοιο στρατηγικό προσανατολισμό.

Και μια τέτοια διεθνής συνεργασία θα πρέπει να στηριχθεί στις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα σε όλα τα μέρη του κόσμου. Το επόμενο βήμα θα μπορούσε να είναι μια μορφή ενσωμάτωσης που δεν θα περιορίζεται σε οικονομικές ή εμπορικές συμφωνίες αλλά θα παίρνει και την μορφή πολιτικών συνεργασιών. Ενθάρρυνση των τοπικών οντοτήτων δεν σημαίνει διάρρηξη των σχέσεων με τις εν λόγω οντότητες. Οι ανεπτυγμένες χώρες μπορούν και οφείλουν να προσφέρουν την βοήθεια και την συνεργασία τους. Και μια τέτοια συνεργασία δεν θα πρέπει να παρεκλίνει του στρατηγικού της στόχου. Δεν πρέπει ούτε να ευνοεί την εισροή πολυεθνικών εταιριών στις εγχώριες αγορές ούτε να συνεχίζει να υποβάλλει τις φτωχές χώρες σε οικονομικές σχέσεις που διαιωνίζουν την εξάρτησή τους. Πρέπει αντιθέτως να βοηθά στην ανάδυση βιώσιμων περιφεριακών ζωνών, ικανών να κατακτήσουν την οικονομική και πολιτική τους αυτονομία. Τα περιγράμματα μιας τέτοιας δράσης δεν μπορούν να τεθούν παρά από τους ίδιους τους λαούς. Μόνο ένας τέτοιος προσανατολισμός μπορεί να απαντήσει αποτελεσματικά στην διαιώνιση της ιμπεριαλιστικής επικυριαρχίας.

B. Αλλαγή των θεσμών

Προϋπόθεση για την κατάκτηση τόσο της κυριαρχίας όσο και της δημοκρατίας στην Ευρώπη είναι η ρήξη με ένα αντιδημοκρατικό θεσμικό σύστημα. Αλλά το ζήτημα της δημοκρατίας δεν εξαντλείται στους θεσμούς. Και το ζήτημα των θεσμών δεν εξαντλείται στον εκδημοκρατισμό τους.

Ι. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Μια ρήξη με τους θεσμούς συμβαδίζει με την ρήξη επί της ουσίας

Η διαδικασία συγκρότησης της Ευρώπης προϋποθέτει απαρέγκλιτα την έκφρασης της λαϊκής βούλησης. Την μόνη ικανή να άρει τα εμπόδια. Οι λαοί θα οικειοποιηθούν και θα συμπράξουν σε μια τέτοια διαδικασία μόνο αν το ίδιο το περιεχόμενο τους εκφράζει. Γιατί να αγωνιστούν για μια Ευρώπη που προωθεί την αποσάρθρωση των δημόσιων υπηρεσιών, την παράταση του χρόνου εργασίας, την «ελαστικοποίηση» των εργαζομένων, που αποδεικνύεται ανίκανη να αντιταχθεί στην ανεργία, τις ανισότητες, τον πόλεμο, που καταφέρεται ενάντια στις κοινωνικές κατακτήσεις και τροφοδοτεί την επιχειρηματολογία των οπαδών της εθνικής κυριαρχίας που βλέπουν στο κράτος το τελευταίο οχυρό ενάντια στην καταστροφική ευρωπαϊκή επέλαση ; Υπό τέτοιους όρους, η ανικανότητα ευρωπαϊκής συγκρότησης παίρνει περισσότερο τον χαρακτήρα μιας χαρμόσυνης είδησης : ποιός θα ήθελε πιο αποτελεσματικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς αν ο στόχος τους είναι να εφαρμόσουν τις ισχύουσες συνθήκες, να επιταγχύνουν την απελευθέρωση των αγορών και τις ιδιωτικοποιήσεις, να διευρύνουν τα όρια της παγκόσμιας αγοράς, να «ελαστικοποιήσουν» ακόμα περισσότερο ; Η συζήτηση επί των θεσμών δεν μπορεί να διαχωριστεί από την αντίστοιχη πάνω στο πολιτικό περιεχόμενο που καλλείται να πάρει η ευρωπαϊκή συγκρότηση, κι αυτό για έναν ακόμα λόγο : ο ορισμός της αναγκαίας ευρωπαϊκής εξουσίας εξαρτάται από το όραμα που προβάλλουμε σε αυτήν, από αυτό που επιθυμούμε να την δούμε να κάνει.

Ακούμε ολοένα και πιο συχνά πως η Ευρώπη έχει ανάγκη από μια επανίδρυση. Και μια τέτοια διατύπωση συνιστά ήδη μια πρόοδο. Στην πραγματικότητα όμως η Ευρώπη χρειάζεται θεμελίωση, μια θεμελίωση που θα προέρχεται από ένα πλατύ πολιτικό κίνημα και θα απορρέει από την βούληση των λαών που θέλουν να συμμετάσχουν στο κοινό εγχείρημα. Ένα τέτοιο κίνημα δεν μπορεί να γεννηθεί από μια συζήτηση επί των θεσμών που διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών. Μόνο μια δημόσια και σε βάθος αντιπαράθεση πάνω στους προσανατολισμούς και το πρόγραμμα της Ευρώπης θα μπορούσε να το πυροδοτήσει και να επιτρέψει στους λαούς που το επιθυμούν να αναλάβουν να φέρουν εις πέρας την ευρωπαϊκή θεμελίωση. Μόνο στην βάση ενός πολιτικού περιεχομένου θα καθοριστούν τα σύνορα της Ευρώπης που θέλουμε να οικοδομίσουμε, μόνο έτσι μπορεί να οικοδομηθεί η πολιτική Ευρώπη.

Το δημοκρατικό έθνος-κράτος ενάντια στην τεχνοκρατική Ευρώπη ;

«Πύρ εναντίον της Επιτροπής !» Το αξίζει. Το να περιοριστούμε όμως στην καταγγελία των τεχνοκρατών των Βρυξελλών ενέχει το κίνδυνο να παραμελήσουμε άλλες πτυχές της πραγματικότητας. Είναι απαραίτητο να επισημαίνουμε τα καταστροφικά αποτελέσματα της φιλελεύθερης Ευρώπης. Μπορούμε όμως να το κάνουμε χωρίς να χρειάζεται να της προσάπτουμε όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα. Οι ανακρίβειες και τα λάθη έχουν πολιτικές συνέπειες.

Βλέπουμε συχνά να προσάπτονται στην ευρωπαϊκή συγκρότηση όλα τα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού. Ένα τέτοιο ολίσθημα είναι εύκολο στο μέτρο που η Ευρώπη υπηρετεί την φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Είναι όμως περισσότερο από αναγκαίο να διακρίνουμε το ένα από το άλλο. Πολλές διαδικασίες και δεινά που γεννά ο καπιταλισμός θα υπήρχαν με την μια ή την άλλη μορφή και χωρίς την ευρωπαϊκή συγκρότηση και είναι μάλιστα δεδομένο ότι υπάρχουν και χωρίς αυτή ή και εναντίον της. Εκμετάλλευση, διακρίσεις, συγκέντρωση του κεφαλαίου και επέκταση των πολυεθνικών εταιριών, όξυνση των αντιθέσεων κλπ, είναι συγκροτησιακά στοιχεία του καπιταλισμού. Είναι βέβαιο πως η σημερινή Ευρώπη όχι μόνο δεν επιτρέπει την πάταξή τους αλλά και τα ενισχύει. Δεν θα έπρεπε όμως να διαδώσουμε την ψευδαίσθηση ότι θα αρκούσε να απαλλαχθούμε από αυτήν για να τελειώσουμε και με όλα αυτά τα δεινά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα ίδια τα έθνη-κράτη υπηρετούν εξίσσου τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Η ανάδειξη της τεχνοκρατίας των Βρυξελλών σε υπ΄αριθμό ένα κίνδυνο μπορεί να μας οδηγήσει στην αποσιώπιση του γεγονότος ότι τον πρώτο λόγο στην λήψη και εφαρμογή των ευρωπαϊκών αποφάσεων τον έχουν οι κρατικές εξουσίες. Ένα επιπλέον σφάλμα, που συμπληρώνει το προηγούμενο, θα ήταν να αποδώσουμε στις ευρωπαϊκές αποφάσεις ότι εξαρτάται από τις αποφάσεις των κρατών. Η Μάργκαρετ Θάτσερ δεν είχε ανάγκη κάποια ευρωπαϊκή καθοδήγηση προκειμένου να προβεί σε ιδιωτικοποιήσεις, ούτε εξάλλου και οι υπόλοιπες κυβερνήσεις που υιοθέτησαν αντίστοιχες πολιτικές.

«Η Επιτροπή χειραγωγείται από τα λόμπυ», ακούμε συχνά. Και είναι αλήθεια ότι πολλά λόμπυ παρεμβαίνουν παρασιτικά στους ευρωπαϊκούς θεσμούς : εκπρόσωποι μεγάλων επιχειρήσεων, οργανώσεις εργοδοτών, εταιρίες μεσαζόντων, γραφεία συμβούλων, όλοι όσοι δηλαδή έχουν κάθε συμφέρον να βλέπουν τις Βρυξέλλες να αποφασίζουν για όλα. Μολονότι όμως η δράση και οι πιέσεις των λόμπυ δεν είναι σε καμία περίπτωση αμελητέες, το να εστιάσουμε μόνο σε αυτές κρύβει τον κίνδυνο να λησμονίσουμε πως η πολύ πιο άμεση και αποτελεσματική παρέμβασή τους εξακολουθεί να συντελλείται σε εθνικό επίπεδο.

Οι επαγγελματικοί κύκλοι ασκούν ισχυρές και διαρκείς πιέσεις στην κορυφή του κρατικού μηχανισμού, στις ηγεσίες της κρατικής διοίκησης, στις κυβερνήσεις και τα εθνικά κοινοβούλια. Κάθε σχέδιο νόμου ή ρύθμιση περνά από τα γραφεία των συμβούλων της εργοδοσίας προτού καταλήξει στα εθνικά θεσμικά όργανα. Πλήθος υψηλόβαθμων στελεχών βρίσκεται σε ένα διαρκές πήγαινε-έλα μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Ένας τρόπος για να ενισχυθεί μια τέτοια σχέση είναι η κάλυψη των υψηλών κλιμακίων, τόσο των εθνικών θεσμικών οργάνων όσο και των μεγάλων επιχειρήσεων, από στελέχη που συνήθως προέρχονται από υψηλού κύρους εκπαιδευτικά ιδρύματα και ισχυρές συντεχνίες. Οι διευθυντές και οι διοικήσεις  των μεγάλων εταιριών βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τα υπουργικά γραφεία. Οι συναντήσεις τους με τους υπουργούς είναι συστηματικές. Οι προσωπικές ή και φιλικές σχέσεις μεταξύ μεγάλων επιχειρηματιών και πολιτικών ιθυνόντων έχουν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από την αντίστοιχη των λόμπυ των Βρυξελλών.

Ιστορικά, κάθε εθνική αστική τάξη έχει στενές και άμεσες σχέσεις με τον κρατικό μηχανισμό. Πρόκειται για σχέσεις τόσο βαθιά ριζωμένες ώστε δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτές που συνυφαίνονται στις Βρυξέλλες με μια διοίκηση που αλλάζει διαρκώς και χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη εθνική ανομοιογένεια. Η παρέμβαση των αστικών τάξεων σε εθνικό επίπεδο δεν αποκλείει βέβαια μια αντίστοιχη παρέμβαση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρόκειται περισσότερο για δράσεις που αλληλοσυμπληρώνονται. Πρέπει λοιπόν να έχουμε το μυαλό μας σε αυτή την συμμετρία και να μην ξεχνάμε να κάνουμε την διάκριση ανάμεσα στο ουσιώδες και τα παρελκόμενα.

Το να απαλλάξουμε τα κράτη από τις ευθύνες τους για τις ευρωπαϊκές αποφάσεις δεν οδηγεί παρά στην δικαίωση των εκάστοτε κυβερνήσεων. Και κάτι τέτοιο κινδυνεύει να επιφέρει τον εξωραϊσμό, την ωραιοποίηση του έθνους κράτους. Κατ’αυτόν τον τρόπο, αν είναι ορθό να υπενθυμίζουμε τις ιστορικές σχέσεις ανάμεσα σε έθνος κράτος και πολιτειακά δικαιώματα, δεν χρειάζεται σε καμία περίπτωση να διατηρούμε μια ένοχη σιγή σε ότι αφορά την ευτελή ποιότητα της δημοκρατίας που ασκείται στα πλαίσια των κρατών. Είναι το κράτος αυτό που, ακόμα κι αποδυναμωμένο, επιτρέπει την λειτουργία του καπιταλισμού. Υπό αυτή την έννοια, τα αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά της Ευρώπης δεν αποτελούν παρά μια αντανάκλαση του τι συμβαίνει στα ίδια τα κράτη. Η αδυναμία των πολιτών να ελέγξουν το πολιτικό σώμα, η υπεροχή της εκτελεστικής εξουσίας έναντι της νομοθετικής, η δυναμική ανάπτυξη των τεχνοκρατικών δομών, η αποπτώχευση της πολιτικής συζήτησης, ο χαρακτήρας απορρήτου αποτελούν συμπτώματα που είναι ορατά κατ’αρχήν σε εθνικό επίπεδο. Εξ ού και δεν μπορούμε να τα ταυτίζουμε με την ευρωπαϊκή συγκρότηση, γιατί ακόμα κι αν αναγνωρίζουμε πως αυτή αποτελεί μια προέκταση ή ακόμα και μια επίτασή τους είναι βέβαιο πως δεν είναι αυτή που τα γέννησε. Αυτοί είναι και οι λόγοι που μας αποτρέπουν από την θεώρηση ότι το έθνος κράτος είναι ένα οχυρό ενάντια σε μια αντιδημοκρατική Ευρώπη.

Η Ευρώπη και τα Κράτη

Καλλούμαστε εν προκειμένω να αντιμετωπίσουμε την βασική αντίφαση της ευρωπαϊκής συγκρότησης. Κατά κοινή ομολογία τα κράτη αδυνατούν πλέον να αντιπεξέλθουν από μόνα τους σε ζητήματα μείζονος σημασίας, οι σημερινές ανάγκες τα υπερβαίνουν. Αυτό ακριβώς αποτελεί και το εφαλτήριο για την ευρωπαϊκή συγκρότηση. Την ίδια όμως στιγμή τα κράτη συνιστούν και ένα πολιτικό πλαίσιο το οποίο δεν είμαστε ακόμα σε θέση να υπερβούμε. Η πολιτική και κοινωνική ζωή οργανώνεται κατά κύριο λόγο στο εσωτερικό των κρατών : η πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση, οι πολιτικοί και κοινωνικοί αγώνες, οι εκλογές διεξάγονται σε εθνικό επίπεδο. Ο δημόσιος χώρος παραμένει εθνικός. Κι ακόμα κι αν αποδεικνύεται ανεπαρκής ένας ευρωπαϊκός δημόσιος χώρος δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί. Μέχρι σήμερα, η ευρωπαϊκή συγκρότηση έχει αποδειχθεί ανίκανη να υπερβεί τόσο τους ιστορικούς λόγους συγκρότησης των κρατών όσο και τους ανταγωνισμούς και τις συγκρούσεις που εξακολουθούν να τα διαπερνούν. Οι λαοί παραμένουν σε απόσταση, είτε γιατί η ακυβερνησία, η φαινομενική ουδετερότητα της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας αποκρύβουν τα ευρωπαϊκά πολιτικά διακυβεύματα και εμποδίζουν την ανάδυση μιας ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, είτε γιατί η καθυστέρηση στην συγκρότηση πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων, η ανεπάρκεια σχεδιασμού, ξεκάθαρης τοποθέτησης και δράσης σε ευρωπαϊκή κλίμακα δεν επέτρεψαν μέχρι σήμερα την υπέρβαση αυτών των εμποδίων. Είναι σαφές ότι τα κράτη δεν μπορούν να παραγκωνιστούν ή να αντιμετωπιστούν αποκλειστικά σαν κομπάρσοι των θεσμών που προτείνουμε. Το να εμπιστευτούμε την ευρωπαϊκή εξουσία σε μια αρχή ξεκάθαρα υπερεθνική κινδυνεύει να εγείρει το αντεπιχείρημα ότι υποκαθιστούμε ένα υπάρχον και νομιμοποιημένο υποκείμενο, τον πολίτη του έθνους κράτους, με ένα πολιτικό υποκείμενο που δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί, τον ευρωπαίο πολίτη.

Όποιος ξεχνά τον ένα από τους δυο όρους της αντίφασης δεν είναι σε θέση να προτείνει μια βιώσιμη ευρωπαϊκή προοπτική : ούτε οι οπαδοί της εθνικής κυριαρχίας οι οποίοι αντιμάχονται κάθε μορφή ευρωπαϊκής εξουσίας, ούτε οι οπαδοί μιας ομοσπονδίας οι οποίοι ισχυρίζονται πως μπορούν να υποσκελίσουν τα κράτη και βρίσκουν συνήθως καταφύγιο πίσω από τις ετικέτες της Ομοσπονδίας ή της Συνομοσπονδίας αποφεύγοντας κάθε συγκεκριμένη ανάλυση. Σε κάθε περίπτωση, και όσο δεν αναδύεται ένα ευρωπαϊκό πολιτικό υποκείμενο θα έχουμε να κάνουμε αφενός με μια Ευρώπη με θεσμούς, υποχρεώσεις και καθήκοντα που ανταποκρίνονται σε μια ανάγκη, και αφετέρου με την αδιαφιλονίκητη ύπαρξη των κρατών. Ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουμε αυτή την αντίφαση είναι να προτείνουμε την μεταξύ τους διάρθρωση αντί να μένουμε προσκολημένοι στην αντίθεσή τους.

Ενάντια στην Ευρώπη «κατ’επιλογή» ή του «σκληρού πυρήνα», υπεράσπιση της αρχής της «κοινότητας»

Η «Ευρώπη κατ’επιλογή» είναι ένας τρόπος για να αποσιωποιηθεί η παραπάνω αντίφαση. Πρόκειται για ένα ασαφές σχήμα που αρκείται στην αναγνώριση των δυσκολιών και αποποιείται την προοπτική της πολιτικής συγκρότησης της Ευρώπης. Κατ’αυτόν τον τρόπο, τα κράτη που το επιθυμούν προβαίνουν επιλεκτικά σε κοινές αλλά επιμέρους δράσεις : κάποια υιοθετούν ένα ενιαίο νόμισμα, κάποια αναλαμβάνουν ένα κοινό αμυντικό πρόγραμμα, κάποια άλλα μια κοινή διαστημική συνεργασία. Τίποτα όμως δεν μας επιτρέπει να πιστέψουμε πως τέτοιες συνεργασίες θα οδηγήσουν σε μια διευρυμένη σύμπραξη που θα αγκαλιάζει το σύνολο των κρατών. Ο μόνος κοινός παρονομαστής παραμένει η ενιαία αγορά. Έχουμε εδώ να κάνουμε με μια στάση την οποία μοιράζονται τόσο οι φιλελεύθεροι που θέλουν να περιχαρακώσουν την Ευρώπη σε μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, όσο και οι οπαδοί της εθνικής κυριαρχίας που βρίσκουν σε μια τέτοια Ευρώπη το μέσο για την διατήρηση της εθνικής ανεξαρτησίας.

Η διακρατική συνεργασία είναι ανεπαρκής. Η θεσμική προοπτική εξαρτάται από αυτό που αναμένουμε από την Ευρώπη. Αν προκρίνουμε την κοινωνική Ευρώπη, την μάχη ενάντια στην ανεργία, την φορολογική εναρμόνιση, την εναντίωση στις επιταγές των πολυεθνικών εταιριών και της αγοράς, την σχεδιασμένη διαχείριση της ευρωπαϊκής επικράτειας, δεν μπορούμε να αρκούμαστε στις «καλές προθέσεις» των κυβερνήσεων για κοινοπραξία, καλές προθέσεις που αλλάζουν ανα πάσα στιγμή. Εν τέλει, η Ευρώπη «κατ’επιλογή» αποτελεί μια παλινδρόμιση σε μια διακυβερνητική Ευρώπη που ουσιαστικά περιορίζεται σε μια κοινότητα την οποία απαρτίζουν κάποια κράτη στη βάση επιμέρους συμφωνιών. Ο John Major δεν είχε χρησιμοποιήσει τυχαία την φράση : «Εσείς θα προσφέρετε τους κοινωνικούς κανόνες κι εμείς θα προσφέρουμε τις θέσεις εργασίας». Ωστόσο, έχουμε ανάγκη από μια ικανότητα λήψης αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία θα είναι σε θέση να επιβάλλει τους ενιαίους κανόνες στις κυβερνήσεις που απειθούν και θα σέβεται ταυτόχρονα την αρχή της επικουρικότητας : «όχι, δεν θα προσφέρετε θέσεις εργασίας που απορρέουν χάρη στο κοινωνικό, φορολογικό ή θεσπισμένο dumping».

Η ιδέα του «σκληρού πυρήνα», πάλι, εισήχθει από τους Σιράκ και Σρέντερ εξαιτίας του αδιεξόδου που γνώρισε η διακυβερνητική σύσκεψη πάνω στο ζήτημα του «συντάγματος». Υπάρχει και μια θετική ερμηνεία του όρου, που θα μπορούσε να σημαίνει πως κάποιες χώρες μπορούν να προπορεύονται και να απαντούν με αυτόν τον τρόπο στην παραλυσία που χαρακτηρίζει το σημερινό σύστημα. Τα προβλήματα όμως εγείρονται όταν από την καλή πρόθεση περνάμε σε συγκεκριμένες διατυπώσεις. Κανείς δεν γνωρίζει πως θα μπορούσε να λειτουργήσει η παράθεση των ισχύοντων θεσμών και σε ένα μετέπειτα στάδιο. Ένα πράγμα είναι βέβαιο : η σημερινή Ευρώπη θα ήταν σε θέση να αντέξει. Κατά παράδοξο τρόπο βλέπουμε εδώ να τέμνονται οι δυο αντιλήψεις της Ευρώπης «κατ’επιλογή» και αυτής του «σκληρού πυρήνα» : τα κράτη μπορούν να χαίρουν των ευνοϊκών ρυθμίσεων με την ένταξή τους στην ενιαία αγορά χωρίς όμως να μοιράζονται και τις ίδιες υποχρεώσεις. Η ομάδα των πρωτοπόρων πρέπει να είναι ελεύθερη να πάει παραπέρα. Κάτι τέτοιο σημαίνει ταυτόχρονα πως οι υπόλοιπες χώρες θα είναι πιο ελεύθερες να τις συναγωνιστούν παρά την αύξουσα απόκλιση των συλλογικών ρυθμίσεων ; Πέραν του σκληρού πυρήνα, υπάρχει μόνο η επικύρωση της ζώνης ελεύθερου εμπορίου. Ελλείψει κοινής οικονομικής πολιτικής τα κράτη εκτός σκληρού πυρήνα θα τύχουν μιας οικονομικής ανάπτυξης η οποία θα χρηματοδοτείται από την ομάδα των πρωτοπόρων. Κάτι τέτοιο για παράδειγμα θα μπορούσε να επιτευχθεί από τον σκληρό πυρήνα σε ότι αφορά τις σιδηροδρομικές υποδομές τις οποίες θα μπορούσαν να εκμεταλευτούν και τα υπόλοιπα κράτη χάρη στην απελευθέρωση της αγοράς. Έτσι όμως οι επιχειρήσεις θα έχουν κάθε συμφέρον να μεταφερθούν στις χώρες με τις λιγότερες απαιτήσεις, εκεί δηλαδή όπου η φορολόγιση είναι μικρότερη και η προστασία του περιβάλλοντος δευτερευούσης ή και μηδενικής σημασίας. Εκτός κι αν για λόγους ανταγωνισμού η ομάδα των πρωτοπόρων επιλέξει να απεμπολήσει την πρωτοπορεία σε ότι αφορά τα κοινωνικά μέτρα, την φορολογία επί των κερδών και τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος. Υπό αυτούς τους όρους ο σκληρός πυρήνας θα αποδειχθεί άξιος του ονόματός του, συρρικνωμένος ακόμα περισσότερο σε μια αστυνομική και στρατιωτική συνεργασία. Γίνεται βέβαια σαφές πως κάτι τέτοιο είναι μακριά από ότι μπορούμε να θεωρήσουμε ένα βήμα προς την Ευρώπη που θέλουμε.

Στο όνομα του αναγκαίου «βήματος πρός τα εμπρός» δημιουργήθηκαν πολλαπλά ρήγματα. Επιτράπηκε έτσι, κατ’επανάληψη και επί μακρόν, σε κάποια κράτη να απαλλαχθούν από υποχρεώσεις που όφειλαν ακόμα κι από την άποψη του θεμιτού ανταγωνισμού να επιβληθούν στο σύνολο των κρατών. Αυτό συνέβη όταν διάφοροι τομείς εισήλθαν στην αγορά χωρίς προηγούμενη εναρμόνιση των κοινωνικών ρυθμίσεων και κατά συνέπεια εις βάρος των χωρών με πιο εξελιγμένο κοινωνικό σύστημα. Το ίδιο συνέβη και με την απουσία εναρμόνισης της φορολόγισης των επιχειρήσεων, όπως και με την νομισματική πολιτική. Το ότι κάποιες χώρες εφαρμόζουν ανταγωνιστικές υποτιμήσεις σε σχέση με τους εταίρους τους συνεχίζοντας χωρίς κυρώσεις να διακινούν τα προϊόντα τους και να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην κοινή αγορά είναι απαράδεκτο στα πλαίσια ενός ενιαίου πλαισίου ανάπτυξης. Η δυνατότητα πρόσβασης σε μια αγορά χωρίς την αντίστοιχη υπακοή στις υποχρεώσεις της ευνοεί μόνο συμπεριφορές αρπακτικού. Αποκαλούμε αυτούς που τις εφαρμόζουν «λαθραίους περαστικούς». Ο όρος βέβαια δεν είναι ακριβής αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι δεν κρύβονται. Σε γενικές γραμμές μάλιστα οι Βρετανοί το διατυμπανίζουν. Κάτι τέτοιο είναι αντιφατικό με την έννοια της κοινότητας. Η Ευρώπη πρέπει να συνιστά ένα σύνολο, με την αγορά της, τους κανόνες και τους θεσμούς της.

ΙΙ. Προτάσεις επί των θεσμών

Συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου

Η συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου δεν επαφίεται μόνο σε θεσμούς αλλά προϋποθέτει αμοιβαίες συνεργασίες, επεξεργασία κοινών διεκδικήσεων, κοινές διαδηλώσεις και αγώνες. Η ευθύνη ενός τέτοιου εγχειρήματος βαραίνει κατ’αρχήν τα πολιτικά κόμματα, που φαίνεται να είναι τα τελευταία που το αντιλαμβάνονται, αλλά και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, το κίνημα των συλλογικοτήτων, το «κοινωνικό κίνημα» γενικότερα. Πρόκειται για μια προοπτική στην οποία συνεισφέρει κάθε Κοινωνικό Φόρουμ που προετοιμάζεται, διεξάγεται και βρίσκει την προέκτασή του στις εργασίες διαφόρων και διαφορετικών δικτύων.

Τρία άμεσα μέτρα μπορούν να συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση : η αναγνώριση του δικαιώματος του πολίτη σε όλους όσους διαμένουν σε ένα κράτος μέλος της Ένωσης, η εξέταση στο και από το κοινοβούλιο κάθε πρότασης νόμου που έχει συγκεντρώσει ένα εκατομύριο υπογραφές, το δημοψήφισμα που προτείνεται από τα κάτω, δηλαδή συνιστά αίτημα μιας λαϊκής πρωτοβουλίας και έχει συγκεντρώσει πέντε εκατομύρια υπογραφές.

Το θεσμικό σύστημα καλείται λοιπόν να παίξει έναν σημαντικό ρόλο είτε εμποδίζοντας είτε συμβάλλοντας στην δημιουργία αυτού του δημόσιου χώρου. Προτιμούμε να συμβάλλουμε σε αυτή την κατεύθυνση προτείνοντας συγκεκριμένα μέτρα : άρση του απορρήτου και διεξαγωγή των συνομιλιών στην δημόσια αρένα, ανάδειξη των διαφορετικών και συγκρουόμενων προσανατολισμών της ευρωπαϊκής πολιτικής με αφετηρία την εθνική τους μετάφραση και την τεχνική τους σημασία, συγκρότηση μιας πραγματικά ευρωπαϊκής πολιτικής εξουσίας που θα επιτρέπει στα κράτη να πάρουν την θέση που τους αρμόζει και θα σέβεται τις εθνικές ταυτότητες. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει βέβαια ότι η δημοκρατική επιλογή δεν θα οριοθετείται από θεμελιώδη κείμενα που επιβάλλουν τον σεβασμό στους νεο-φιλελεύθερους προσανατολισμούς.

Νομοθετική και εκτελεστική εξουσία

Για να ανοίξει πραγματικά ο διάλογος και να αναδυθεί μια ευρωπαϊκή κοινή γνώμη επιβάλλεται να διευκρινιστεί ο πολιτικός προσανατολισμός που υπηρετούν οι θεσμοί. Στα τέλη του 2003, ο επίτροπος της Ένωσης, ο σοσιαλιστής Pedro Solbes, κατήγγειλε ότι με το σύμφωνο σταθερότητας «περνάμε από ένα σύστημα που θεμελιώνεται σε κανόνες σε ένα άλλο που στηρίζεται σε πολιτικές αποφάσεις». Είναι αποκαλυπτικό όσο και απογοητευτικό. Σε αντίθεση με αυτό που εισηγείται, η δημοκρατία απαιτεί ένα σύστημα που στηρίζεται σε πολιτικές αποφάσεις. Πώς όμως μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο ;

Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν μπορούν να παραβλέψουν την ύπαρξη των εθνών κρατών τα οποία σήμερα παραμένουν το ουσιαστικό πλαίσιο άσκησης των πολιτειακών δικαιωμάτων. Αυτό δεν σημαίνει πως η εκπροσώπηση των κρατών πρέπει να περιορίζεται στις κυβερνήσεις. Μπορεί να έχει πολλές θεσμικές εκφάνσεις. Αυτό που προέχει είναι η ρήξη με τον διακυβερνητισμό. Η διαμάχη γύρω από την θέση και το βάρος κάθε κράτους στους θεσμούς προσφέρει μια νέα εικονογράφηση του προβλήματος. Αναπόφευκτα, στο ισχύον πλαίσιο, κάποιες κυβερνήσεις αρνούνται την πρωτοκαθεδρία κάποιων μεγάλων χωρών. Η νομιμότητα μιας τέτοιας διεκδίκησης δεν μπορεί να διασφαλιστεί παρά στα πλαίσια ενός κοινοβουλευτικού καθεστώτος, δηλαδή μιας νέας θεσμικής αρχιτεκτονικής.

Η αποτελεσματικότητα και η δημοκρατία προϋποθέτουν ένα πραγματικό κοινοβούλιο και μια εκτελεστική εξουσία με πολιτικές ευθύνες. Το Κοινοβούλιο, με αρμοδιότητες που αφορούν αποκλειστικά το πεδίο της Ένωσης, πρέπει να συγκροτείται από δυο νομοθετικά σώματα : μια Βουλή και μια Άνω Βουλή. Η πρώτη θα εκλέγεται με καθολική ψήφο σύμφωνα με το σύστημα της αναλογικής και θα αντιπροσωπεύει τον υπό ανάδυση ευρωπαϊκό λαό. Τα μέλη της θα εκλέγονται από εκλογικές λίστες στις οποίες θα συμπεριλαμβάνονται περισσότερες από τις μισές χώρες μέλη. Η Άνω Βουλή θα αντιπροσωπεύει τα κράτη. Θα συστήνεται από αντιπροσωπείες που έχουν εκλεγεί σε κάθε χώρα με καθολική ψήφο ή φήφο στο εθνικό κοινοβούλιο. Αρχικά, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δυο Βουλών, ο τελευταίος λόγος θα ανήκει στην Άνω Βουλή. Αυτή θα συνιστά και την εκτελεστική εξουσία, μια εξουσία που θα πρέπει να αντανακλά τις πληθυσμιακές διαφορές των κρατών. Ο αριθμός των αντιπροσώπων κάθε χώρας θα μπορεί να καθορίζεται κατά τρόπο ευνοϊκό για τις μικρότερες. Οι εν λόγω εξουσίες και σύνθεση θα επιδέχονται τροποποιήσεων άπαξ και έχει διασφαλιστεί η ευρωπαϊκή κυριαρχία. Οι συζητήσεις που θα λαμβάνουν χώρα σε Βουλή και Άνω Βουλή θα είναι δημόσιες.

Η εκτελεστική εξουσία θα συνιστά μια πραγματική κυβέρνηση, θα ορίζεται στη βάση ενός πολιτικού προγράμματος από την πλειοψηφία του κοινοβουλίου, το οποίο θα διατηρεί και το δικαίωμα ανάκλησής της. Δεν θα υπάρχει πρόεδρος της Ένωσης αλλά θα διατηρηθεί η ισχύουσα αρχή της εντεταλμένης διοίκησης. Οι διοικητικές και δικαστικές εξουσίες των κρατών μελών θα είναι τα όργανα του ενιαίου δικαίου της Ένωσης.

Οι αρμοδιότητες και η επικουρικότητα

Όποιες κι αν είναι οι ανάγκες της Ευρώπης, δεν είναι δυνατόν να καλυφθύν σε ευρωπαϊκό και μόνο επίπεδο. Οι αρμοδιότητες των κρατών μπορεί να έχουν αποδυναμωθεί σε κάποιους τομείς αλλά όχι σε όλους. Τα κράτη διατηρούν ακόμα αρμοδιότητες και εξουσίες που επιτρέπουν αποτελεσματικές δράσεις σε εθνικό επίπεδο. Η Ευρώπη δεν πρέπει να παρέμβει σε αυτούς τους τομείς. Καλλείται να αναλάβει δράση μόνο σε πεδία όπου η παρέμβασή της κρίνεται αναγκαία. Πρόκειται ακριβώς για την «αρχή της επικουρικότητας», την μόνη που μπορεί να διασφαλίσει τον σεβασμό έναντι τόσο των κρατών όσο και των εθνικών ταυτοτήτων.

Μολονότι η εν λόγω αρχή περιλαμβάνεται στις ισχύουσες Συνθήκες παραμένει σήμερα νεκρό γράμμα. Καλούμαστε να την καταστήσουμε ενεργή. Η προβλεπόμενη διαδικασία ελέγχου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες. Είναι σαφές πως η εκτίμηση των μέτρων που πρέπει να ληφθούν σε ευρωπαϊκό ή εθνικό επίπεδο δεν είναι ένα ζήτημα δικαστικό αλλά πολιτικό. Είναι οι πολιτικοί θεσμοί που πρέπει να έχουν τον τελευταίο λόγο. Μια τέτοια πρόταση που στο παρελθόν κρίθηκε μή ρεαλιστική, κατέληξε να υιοθετηθεί από την Σύμβαση αλλά με τρόπο ουσιαστικά ακρωτηριασμένο. Προβλέπεται έτσι πως τα εθνικά κοινοβούλια είναι σε θέση να επιβάλλουν στην Επιτροπή την αναθεώρηση των προτάσεών της. Στο όνομα της επικουρικότητας, προτείνουμε την δυνατότητα ακύρωσης ενός κειμένου στο μέτρο που το ένα τρίτο των εθνικών κοινοβουλίων αντιτίθεται σε αυτό. Σε περίπτωση που παρόλαυτά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προχωρήσει στην υιοθέτησή του, μια πλειοψηφία των εθνικών κοινοβουλίων θα μπορεί να παρεμποδίσει την εφαρμογή του.

Η άρση της συμμετοχής στην Ενωση και το δικαίωμα απόσχισης

Οι δυο αυτές προτάσεις που στο παρελθόν κρίθηκαν ανεδαφικές διατηρήθηκαν από την Σύμβαση. Θα πρέπει να είναι δυνατή η άρση των δικαιωμάτων που εγγυάται η Ενωση για κάθε κράτος του οποίου η συμπεριφορά κρίνεται ασυμβίβαστη με τις αρχές της.

Θα πρέπει επίσης να εισάγουμε το δικαίωμα κάθε κράτους να αποσχιστεί από την Ενωση, ένα δικαίωμα που σήμερα δεν προβλέπεται. Η απόσχιση θα πρέπει να αποφασίζεαι με εθνικό δημοψήφισμα.

Για μια συντακτική συνέλευση

Η θεσμική αρχιτεκτονική που προτείνουμε δεν είναι ούτε ομοσπονδιακή ούτε συνομοσπονδιακή. Το σύνολο που συγκροτείται με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να ονομαστεί Ευρωπαϊκή Ένωση των Λαών. Χρήζει δε μιας συντακτικής πράξης.

Καλλούμαστε να επαναπροσδιορίσουμε την βάση συγκρότησης της Ευρώπης, να ξαναγράψουμε τα θεμελιώδη της κείμενα. Στο παρελθόν η τροποποίηση κάποιων Συνθηκών ήταν η ευκαιρία να παρθούν αποφάσεις υψίστης σημασίας για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Κατι τέτοιο αποδεικνύεται ακόμα πιο αναγκαίο στην περίπτωση μιας «επαναθεμελίωσης». Έχουμε στρατευτεί σε ένα νέο και φιλόδοξο εγχείρημα το οποίο δεν είναι δυνατόν να ρυθμιστεί σαν να επρόκειτο για μια εμπορική συνθήκη ή για μια συμφωνία τεχνικής συνεργασίας. Η Ευρώπη δεν μπορεί να συγκροτηθεί νοερά με συμφωνίες κορυφής. Όπως επίσης δεν πρέπει να οδηγηθεί σε τέλμα εξαιτίας κάποιων τεχνητών ασυμφωνιών κορυφής. Απαιτεί την λαϊκή συμμετοχή.

Δεν μπορούμε να αποδώσουμε λαϊκή νομιμότητα σε μια ευρωπαϊκή χάρτα της οποίας η έγκριση είναι μια υπόθεση αντιπροσώπων. Δεν μπορούμε, στο όνομα μιας ευρωπαϊκής πλειοψηφίας, που σήμερα παραμένει ασαφής και απονομιμοποιημένη, να επιβάλλουμε σε έναν λαό μια θεμελιώδη χάρτα την οποία αποδοκιμάζει. Πρόκειται για μια κομβική πολιτική αναμέτρηση. Η επεξεργασία της απαιτεί μια συζήτηση σε βάθος που θα διεξάγεται τόσο στα κοινοβούλια όσο και έξω από αυτά. Η επικύρωσή της πρέπει να διεξάγεται με εθνικά δημοψηφίσματα που συμβολικά θα τελλούνται την ίδια μέρα σε όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης. Αν σε κάποια κράτη δεν προβλέπονται διαδικασίες δημοψηφίσματος θα πρέπει κατόπιν συζητήσεων να τους ζητηθεί να υιοθετήσουν μια τέτοια διαδικασία για αντίστοιχες περιπτώσεις.

Τίποτα δεν δικαιολογεί το γεγονός ότι οι αποφάσεις των λαών χρήζουν την επικύρωση των κυβερνήσεων. Η παραχώρηση του δικαιώματος άσκησης βέτο σε πρόσκαιρες κυβερνήσεις σε ότι αφορά θεμελιώδεις επιλογές αντίκειται στον σεβασμό του ρόλου των λαών και των κρατών. Η υποβολή μιας πρότασης σε δημοψήφισμα δεν πρέπει να απαιτεί την ομόφωνη απόφαση μιας διακυβερνητικής σύσκεψης. Μια τέτοια πρόταση θα απορρέει από μια συντακτική συνέλευση εκλεγμένη με καθολική ψήφο.

Με αυτόν τον τρόπο θα συγκροτηθεί η Ευρώπη των λαών, αρκετά σίγουρη για τον εαυτό της ώστε να υπερβεί τα σύνορά της, αρκετά ισχυρή ώστε να επιφέρει αλλαγές σε παγκόσμια κλίμακα.